«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά

 Γιώργος Χρονάς.

 Τα "Μαύρα Τακούνια" είναι ένα ερωτικό κάτοπτρο που αντικατοπτρίζει αισθήματα, ένστικτα και εμπειρίες. Ο κόσμος τους είναι πραγματικός και συμπαγής και συνδέεται με πικρά δάκρυα και μοναξιά…

Επειδή υπάρχει αλήθεια δεν δημιουργούνται μύθοι, τίποτα δεν είναι φανταστικό και γι’αυτό δεν φθείρεται….

Ο έρωτας είναι μια αυθαίρετη και αθέλητη επιλογή τους…Πρόσωπα που κατοικούνται από λαγνεία και δελεάζονται από την καταστροφή…Ο ένας είναι καταδικασμένος να υπάρχει μέσα στον άλλον…

Οι γυναίκες βλέπουν στον καθρέφτη τη ζωή που σταματά, τη χαμένη νεότητα, την ομορφιά από τις στιγμές που χάθηκε, τον πόνο.. Καταλαβαίνουν την ευτυχία αφού την χάσουν… Και σχοινοβατούν τελετουργικά προς το πένθος…

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Βαλεντίνη Λουρμπά
Μουσική επιμέλεια: Μιχάλης Σαρημανώλης

Παίζουν:
Ειρήνη Γεωργίου, Γιάννης Κωσταράς, Ελένη Μπέη και Όλγα Στέφου.

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά


















Γιούλη Χρονοπούλου

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά στο θέατρο Εκάτη

Η παράσταση «Μαύρα τακούνια» στο θέατρο Εκάτη περιέχει πολλά στοιχεία άξια θαυμασμού. Πρώτα – πρώτα η δημιουργία του ίδιου του έργου: πρόκειται για συνένωση ποιημάτων του Γιώργου Χρονά από πολλές διαφορετικές συλλογές με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει τελικά ενότητα, συνέχεια, ομαλότητα, θάλεγα ιστορία, ακόμη και πρόσωπα με υπόσταση, αν όχι χαρακτήρες. Η συρραφή είναι τόσο πετυχημένη, ώστε οι ραφές είναι αόρατες. Η δημιουργική αυτή παρέμβαση οφείλεται στη σκηνοθέτιδα της παράστασης Βαλεντίνη Λουρμπά, που επανειλημμένα έχει αποδείξει το θεατρικό της ένστικτο και τη δραματουργική της σκευή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τοποθετεί τους ποιητικούς διαλόγους της σε ένα πορνείο και τους μοιράζει σε 4 πρόσωπα, την ιδιοκτήτρια του πορνείου, μια νεαρή και μια ωριμότερη πόρνη, καθώς και έναν άντρα απροσδιόριστης υπόστασης, ίσως απλώς εκπρόσωπο του φύλου του, ίσως Τρελό, όπως το πρόγραμμα της παράστασης  υποδεικνύει.
Η παράσταση είναι εξαιρετικά ατμοσφαιρική, καθώς άλλωστε υποβοηθείται και από το «φυσικό» σκηνικό, το ίδιο το θέατρο «Εκάτη», που φροντισμένο από την ιδιοκτήτρια Βαλεντίνη Λουρμπά με τα παλιά σκαλιστά, ιδιαίτερα έπιπλα, τις δαντέλες και τα θεατρικά κοστούμια, τα μακριά φορέματα και τα μανσόν, το πιάνο, τους καθρέφτες, τον υποβλητικό φωτισμό, τα μικρά, διάσπαρτα αντικείμενα, σε μεταφέρει σε άλλην εποχή, σε κατακτά και σε παγιδεύει εντός του. Όλος ο χώρος του θεάτρου χρησιμοποιείται από τους ηθοποιούς σε μικρές, χαρακτηριστικές, επιμελημένες στη λεπτομέρειά τους κινήσεις. Στην όλη ατμόσφαιρα συμβάλλει σημαντικά και η μουσική, εύστοχα επιλεγμένη από τον Μιχάλη Σαρημανώλη (από Ραχμάνινοφ μέχρι Κοέν), επιδέξια φωτισμένη από το πονετικό, συχνά σπαρακτικό, τραγούδι της Ειρήνης Γεωργίου (ποιήματα του Χρονά μελοποιημένα από Χατζηδάκη, Μαρκόπουλο, Ανδρέου, Καρακατσάνη).
Το σκηνικό του πορνείου μοιάζει νάναι το κατάλληλο για να αναδείξει την ατμόσφαιρα του έρωτα και του θανάτου, που ο λόγος του Χρονά διακονεί. Μοιάζει νάναι το κατάλληλο για να υπογραμμίσει την έννοια του περιθωρίου, τον πολιτισμό της εσοχής, που η ποίηση του Χρονά καίρια αιχμαλωτίζει. Οι διάλογοι, οι μονόλογοι, που εναλλάσσονται στη σκηνή δεν φωτίζουν μόνο τα πρόσωπα αλλά κυρίως τη συνολική κατάσταση, την αίσθηση του μοιραίου και του αδιεξόδου. Φέρνουν στο προσκήνιο όσα βρίσκονται στο παρασκήνιο, όσα κινούνται περιθωριακά, όσα αχνοφαίνονται πίσω από τις χαραμάδες. Μεγαλώνουν τα γράμματα των υποσημειώσεων της ζωής, μεγεθύνουν τις λεπτομέρειες της ύπαρξης κάποτε βρόμικες και θλιβερές, ακόμη και ποταπές. Δίνουν φωνή στις σιωπές, φωτίζουν τις σκιές. Προβάλλουν τις αντιηρωικές μορφές των ανθρώπων του υπογείου και της συνενοχής, που μπορεί να μην καταφέρνουν ν’ αφήσουν ίχνη από το πάτημά τους, χαρακιές από το διάβα τους, είναι όμως οι ίδιοι βαθιά χαραγμένοι, καίρια σημαδεμένοι από την προσπάθεια, από την πληγή, από τη σκέψη. Οι από σκηνής διάλογοι και μονόλογοι κάνουν κραυγή τη μύχια σκέψη τους, τη σκοτεινή ενοχή τους, την ανείπωτη επιθυμία τους, την ανεκλάλητη παραφορά τους, που άλλοτε τους φέρνει κοντά στο θάνατο, άλλοτε κοντά στη μετάνοια κι άλλοτε κοντά στον πραγματικό εαυτό τους, στις διχασμένες αλλά και διψασμένες ψυχές τους, που οικειωμένες με τον αγοραίο έρωτα κάποτε επιζητούν την αγάπη. Ανασύρουν από τη λήθη ψυχικά τοπία της ερημίας, της μοναξιάς. Δίνουν υπόσταση σε φευγαλέα, δειλά όνειρα, θολά, αμφίβολα αισθήματα.
Το έργο είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς που ξεβράστηκαν απ’ τα απόνερα της ύπαρξης, που έζησαν στο σκοτάδι και στη μοναξιά, σ’ αυτούς που αναλώθηκαν σε σχέσεις παροδικές, σε λάμψεις φευγαλέες. Και μ’ αυτή την έννοια μοιάζει παράξενο που μας αγγίζει όλους, μας προβληματίζει και για το γύρω μας και για το μέσα μας, μας βυθίζει σε περιοχές μυστηριακές, μας κάνει να τυλίγουμε και να ξετυλίγουμε μαζί με τον Τρελό του έργου το μίτο της ύπαρξης και του χρόνου, να αναγνωρίζουμε στο τραγούδι της σενιόρας Νόρας τους δικούς μας καημούς, να φθάνουμε στην άκρη του βράχου μαζί με τη Βεργίνα, να ανάβουμε τα κεριά μαζί με τη νεαρή Σώτη, που δεν σώθηκε, να ρίχνουμε τα βέλη μας έξω από το στόχο μαζί με τους ήρωες, για να εξέλθουμε νικημένοι από το άνισο παιχνίδι με τη ζωή και το χρόνο.Το έργο μας υπενθυμίζει τη ματαιότητα, μας βασανίζει με τους στοχασμούς του, μεστά και υποβλητικά ειπωμένους απ’ όλους τους ηθοποιούς: την Ειρήνη Γεωργίου στο ρόλο της Νόρας, ηθελημένα ισορροπημένη ανάμεσα στη σκληρότητα και τη συμπόνια, αλλά και την εσωτερική αναζήτηση την ώρα του τραγουδιού, την Ελένη Μπέη στο ρόλο της Βεργίνας, πειστική, εύθραυστη, πονεμένη, ακροβατικά έτοιμη και μαζί άτολμη για την «απόδραση», την Όλγα Στέφου στο ρόλο της Σώτης, ήρεμη και εσωτερική, ακόμα διαποτισμένη από αισθήματα, (όλες με αισθαντικές κινήσεις και αισθαντική εμφάνιση, οριακά ισορροπημένες πάνω σε μαύρα τακούνια), τον Γιάννη Κωσταρά στο ρόλο του Τρελού, αρκούντως αινιγματικό και φιλοσοφημένο, με εσωτερικευμένο στοχασμό.  
Κι ακόμη, παρότι το έργο ανακαλεί την ατμόσφαιρα περασμένων δεκαετιών, του 50 ή του 60, μ’ έναν παράξενο τρόπο σε επαναφέρει στο παρόν είτε με τις αναφορές στη φτώχεια, τη στέρηση, την ταπεινότητα και τα ρημαγμένα όνειρα, που μοιάζουν να επανέρχονται βίαια στις μέρες μας είτε κυρίως με τη διαρκή υπενθύμιση των αδικαίωτων ανθρώπινων πόθων, του μάταιου της ανθρώπινης ύπαρξης, του κεριού που θα σβήσει για πάντα όσο δυνατά ή όσο αχνά κι αν φώτιζε….

Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας

Δημοσιευεται :
ΝΟΥΜΑΣ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ΄