Γράφει ο κριτικός θεάτρου Γιώργος Παναγουλόπουλος
Το θέατρο ΕΚΑΤΗ είναι ένας αισθητικός χώρος αλλά και τόσο φιλόξενος στην οπτική διάσταση στην περιοχή Κυψέλης. Έχει ανεβάσει αυτές τις ημέρες το μονόπρακτο έργο του Στρίντμπεργκ ο “Παρίας”. Το έργο κατά την άποψη του μεταφραστή και ποιητή Γιώργου Καραβασίλη “είναι έργο δωματίου” και ανήκει στην περίοδο εκείνη της ζωής του συγγραφέα που απέφερε τρία από τα μεγάλα του έργα. Τη “Δεσποινίδα Ζουλί”, τον “Πατέρα” και τους ” Δανειστές”. Το σπουδαίο μονόπρακτο που εξεδόθη στα 1890 είναι πως ξεφεύγει από το γνωστό ταμπού της πάλης των δύο φύλων και οδηγεί σε υπαρξιακούς χώρους θέτοντας επί τάπητος το θέμα της δικαιοσύνης. Το έργο μες από το διάλογο δύο προσώπων της Χ αρχαιολόγου και της Ψ εντομολόγου, ξετυλίγει με την έννοια της εξομολογητικότητας αλλά και κάποιας επιθετικότητας κρυμμένα πάθη αλλά και τάση αυτοάφεσης αμαρτιών που αυτοαποκαλύπτονται σιγά-σιγά σε ένα βρασμό ψυχών που όλο και φουντώνει. Και οι δύο προσπαθούν να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που τριγυρίζει σε προσπάθειες αποκάλυψης κάτι του τραγικού. Μέσα από τετριμμένες φράσεις που όλο και προσπαθούν με μια διαλεκτική απλότητα να ξεφύγουν από την τραγικότητα μιας αποκάλυψης προκαλούν η μία την άλλη.
Στη συνέχεια φανερώνονται εγκλήματα θαμμένα σε συνειδήσεις που εξαφάνισαν τις Τύψεις. Η κυρία Χ έχει υποπέσει σε φόνο εξ αμελείας και η κυρία Ψ σε γραφειοκρατικές ατασθαλίες που εζημίωσαν πολλούς. Διασταυρώνουν τα ξίφη και μονομαχούν σε τολμηρές φράσεις απόρριψης της μίας από την άλλη και τη στιγμή που τα λεκτικά σπαθιά χτυπάνε, αγκαλιάζονται όπως οι μονομάχοι που δεν θέλουν να σκοτώσουν. Τελικά η κάθαρση επέρχεται σε μια καθήλωση της τύψης που φαίνεται να υποχωρεί και από τη δύναμη της φύσης μέσα σε μια καταιγίδα που ξεσπάει καθώς το μέλλον φαίνεται να διαγράφεται και για τις δύο ζοφερό όπως και πριν.
Το έργο του μεγάλου συγγραφέα σκηνοθετήθηκε από την Βαλεντίνη Λουρμπά στην οποία ανήκει και η πρωτοτυπία της σκηνοθεσίας που έγκειται στο ότι αντί για άντρες χρησιμοποιήθηκαν για την ερμηνεία των ρόλων δύο γυναίκες. Δεν ξέρω αν την εποχή που γράφτηκε το έργο [1890] ερμήνευαν τους δύο ρόλους γυναίκες αυτό θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων. Ούτε ξέρω αν την εποχή εκείνη στις σκοτεινές αρχές του φεμινισμού θα αναστατωνόταν ακόμη και ο συγγραφέας και θα αντιδικούσε έντονα με τον σκηνοθέτη.
Σήμερα όμως κανείς δεν παραξενεύεται και αυτό είναι ένα εύρημα της σκηνοθεσίας. Εξάλλου η κυρία Βαλεντίνη Λουρμπά έδωσε μια πνοή που ελάφρυνε κάπως το ζοφερό κλίμα του έργου, η σκηνοθεσία έχει στιγμές που θυμίζουν Μπέργκμαν, πρόσεξε τις λεπτομέρειες αλλά ίσως αδράνησε στην ερμηνεία της κυρίας Κόντσα σε στιγμές πάλης, γιατί δεν είχε την μαχητικότητα και το κάπως ελαφρύ χιούμορ που επικρατεί στο έργο. Ένας Στρίντμπεργκ σε ελαφρά νεωτερική άποψη καθώς οι συγκρούσεις και τα σκηνικά έχουν κάτι από την σημερινή εποχή. Για την ερμηνεία των δύο ρόλων θα αποκλίνω στην κυρία Έλλη Μερκούρη που ερμήνευσε το ρόλο της Χ και ήταν αυθόρμητη παραιτημένη από την σοβαρότητα ενός εγκλήματος που μάλιστα ήταν και φόνος. Ένιωθε πως δεν είχε τόση συμμετοχή στο απρόοπτο και αυτό την είχε απαλλάξει αν και στις συγκρούσεις με την αντίπαλό της έδειχνε πολύ βεβαρημένη. Το παίξιμό της ήταν απόλυτα φυσικό. Η κυρία Ευπραξία Κόντσα στο ρόλο της κυρίας ψ είχε υποκύψει δίχως μάχη στις επιθέσεις της αντιπάλου της και έδειξε ηττημένη αν και το έργο θα την ήθελε πιο δυνατή και ικανή να ανατρέψει την κατηγορία. Η κίνησή της ήταν ανεξάρτητη από το λόγο. Θα της συνιστούσα να είναι πιο προσεκτική στην εκφορά του λόγου της, να μην έχει τόσο στόμφο γιατί πολλά δεν τα ακούσαμε χωρίς να φταίει η ακοή μας.
Βγαίνοντας από το θέατρο ηχούσε στα αυτιά μου το πρώτο κονσέρτο του Ραχμάνινωφ και φτάνοντας στο σπίτι μου αισθάνθηκα ότι δεν έχασα το χρόνο μου.