«Φθόνος Μότσαρτ και Σαλιέρι» - «Η πιο δυνατή» - Γράφει ο Έυα Στάμου



Τα μονόπρακτα 'Φθόνος Μότσαρτ και Σαλιέρι' του Αλεξάντρ Πούσκιν (μετάφραση Πέλου Κατσέλη) και 'Η πιο δυνατή' του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (διασκευή-ανάπλαση Δημήτρης Νταβέας) σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά ανέβηκαν χθες στο Θέατρο Εκάτη (Υακίνθου και Εκάτης 11, Κυψέλη). Ο συνδυασμός των μονόπρακτων ήταν επιτυχημένος γιατί παρά τη φαινομενικά διαφορετική θεματολογία τους αφορούν και τα δύο τον ανταγωνισμό, το φθόνο και τα παιχνίδια δύναμης ανθρώπων που διεκδικούν το ίδιο 'τρόπαιο'. Η σκηνοθετική προσέγγιση ανέδειξε τις εσωτερικές εντάσεις των ηρώων στρέφοντας την προσοχή του θεατή στο κείμενο και τις πολλαπλές συνδηλώσεις της καθημερινής συνομιλίας. Ενδιαφέρουσα ανατροπή ότι και τα δύο μονόπρακτα παίζονται από γυναίκες ηθοποιούς (Αλίσια Φωτιάδου, Καλλίστη Αγγελάκη) δεδομένου ότι ο Μότσαρτ κι ο Σαλιέρι λειτουργούν πλέον όχι ως απλές ιστορικές οντότητες, αλλά ως σύμβολα.

Το Θέατρο Εκάτη είναι ένας χώρος ιδιαίτερα θερμός και 'ατμοσφαιρικός', διακοσμημένος με εξαιρετικό γούστο από την Βαλεντίνη που προσφέρεται για χαλαρή συζήτηση μεταξύ των θεατών συνοδεία ποτού (υπάρχει και καπνιστήριο) πριν την παράσταση. Στη χθεσινή πρεμιέρα είχα τη χαρά να απολαύσω τον καφέ μου συζητώντας με τον ποιητή Τάσο Γαλάτη, τον κριτικό θεάτρου Νεκτάριο Κωνσταντινίδη, τον καθηγητή φιλοσοφίας Αντώνη Χατζημωυσή και τη Γιούλα μία νεαρή κοπέλα από την Εσθονία που σπουδάζει θεατρολογία στη χώρα μας.



 






 
Τους ρόλους ερμηνεύουν η Αλίσια Φωτιάδου και η Καλλίστη Αγγελάκη


______________________________________________________________________

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΥΣΚΙΝ

ΜΟΤΣΑΡΤ ΚΑΙ ΣΑΛΙΕΡΙ

      Το ωραιώτατο Θέατρο της Βαλεντίνης Λουρμπά, στην οδόν Εκάτης, αυτή τη χρονιά, εκφράζει το κατακόρυφο της δραματικής απόδοσης του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου. Και θα λέγαμε ότι εδώ εκφράζεται η ιδιαιτερότητα της ψυχολογίας του ανθρώπου της Βόρειας Ευρώπης, όπου ο στοχασμός ανακύπτει αυθόρμητα κάτω από την πίεση των συγκρούσεων της ζωής, με τον πιο έντονο τρόπο.

      Βέβαια εδώ έχουμε διάλογο σκληρό- συγκρουσιακό, που βγάζει στο φώς, όλη την αντιφατική ψυχολογία της ψυχής μας, με ουσιαστικό κίνητρο, την Απελπισία της εσωτερικής ΑΓΩΝΙΑΣ.

      Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με θεωρίες που απασχολούν τη διάνοια. Βρισκόμαστε μπροστά σε ζωντανότατη θεατρική δράση που διεγείρει και τον πιο ανίδεο και αστόχαστο κοινό άνθρωπο. Οι δύο καλλιτέχνες δημιουργοί, σε μια τέλεια σκηνοθετημένη αντιδικία, ξυπνάνε στον ακροατή όλη την Αγωνία που σπαράσει τη ζωή του μουσικού δημιουργού.

      Εδώ ο Πούσκιν, συγκλονισμένος από το ηφαίστειο της μουσικής έμπνευσης των Μοτσαρτ και Σαλιέρη, μιλάει για ανυπαρξία της Αφηρημένης έκφρασης ΑΛΗΘΕΙΑ. Γι’ αυτόν η μόνη αλήθεια είναι η ΜΟΥΣΙΚΗ. Η ανάγκη δηλαδή για τον συναρπαστικό έρωτα της Μουσικής δημιουργίας.

      Σ’ αυτό το έργο που σκηνοθέτησε η Βαλεντίνη, αποδεικνύεται χωρίς θεωρίες και σοφιστείες, ότι η Μουσική, συγκλονίζει τόσο την ψυχή του ανθρώπου, ώστε παραδίδεται κυριολεκτικά χωρίς όρους και αντιστάσεις και απογειώνεται από τον γήινο κόσμο. Εξαϋλώνεται!!! Ειδικά ο Μουσικός δημιουργός χάνει την αίσθηση του εαυτού του καθώς δημιουργεί. 

Λέει ο ΣΑΛΙΕΡΙ με ύφος γεμάτο πάθος:

«Τα δάκτυλά μου άρχισαν να λειτουργούν λεπτουργές κινήσεις και να υπακούουν στη μουσική αίσθηση που οργάνωνε το αφτί μου. Ακοή και κίνηση έγιναν ένα. Όλο μου το σώμα συντονίστηκε στην κίνηση που δημιουργούσε η Μούσα μου. Υπήρξαν ατελείωτες οι ώρες μιας βαθειάς πολυδιάστατης ΕΚΣΤΑΣΗΣ»

      Ο Πούσκιν εδώ, περιγράφει υποτίθεται τον Σαλιέρη, όμως η περιγραφή δείχνει ότι έκανε σωστή ανάλυση προηγούμενα της εμπνευσμένης ψυχής αυτού του ανθρώπου. Ο Πούσκιν ξέρει ότι σε όλους τους καλλιτέχνες , η έμπνευση έρχεται από το Συλλογικό Ασυνείδητο, το θεϊκό Σύμπαν, με άγνωστο τρόπο και τότε ακτινοβολεί με το έργο του σε όλους τους μουσικούς δημιουργούς.

      Και ο Σαλιέρι άλλωστε επηρεάστηκε από τον Γκλούκ. Γι’ αυτό και ο Πούσκιν βάζει τον Σαλιέρι να παραδέχεται πως η μουσική του Γκλουκ τον επηρέασε. Άλλωστε όλοι ξέρουμε ότι και ο Σαλιέρι, επέδρασε πάνω στους: Σούμπερτ – Λιστ και Μπετόβεν.

      Πάνω σε αυτές τις σκέψεις και συγκρίσεις γίνεται σημαντικός και έντονος με πάθος διάλογος, τον οποίον εκφράζουν οι δύο θαυμάσιοι ηθοποιοί: Αλίσια Φωτιάδου και Καλλίστη Αγγελάκη. Όλον αυτό τον τρικυμισμένο ωκεανό εξομολογήσεων και αντιθέσεων, που βάζει ο Πούσκιν στο στόμα του Σαλιέρι, τον αποδίδουν οι δύο αυτές καλλιτέχνιδες που επέλεξε η σκηνοθέτης Βαλεντίνη Λουρμπά. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα Ρεσιτάλ ερμηνείας μοναδικό, που παρασύρει στην δίνη του, όλο το ακροατήριο. Έχει ήδη τελειώσει ο μακρύς συγκλονιστικός μονόλογος όπου ο Σαλιέρι φθάνοντας σε παροξυσμό αναφωνεί:

« Πού είναι ουρανέ η χρυσή σου δικαιοσύνη;»

      Τότε μπαίνει ο Μόζαρτ και η συγκρουσιακή συζήτηση θα φθάσει σε τραγικό αδιέξοδο. Τώρα η θερμοκρασία του ακροατηρίου έχει φθάσει στο κατακόρυφο. Οι θεατές σχεδόν συμμετέχουν στα δρώμενα ψιθυρίζοντας φράσεις της προσωπικής αγωνίας τους, καθώς ο Μόζαρτ από ολίγον είρων και δήθεν εύθυμος και οι φράσεις του αποδίδουν, όπως ο ίδιος το λέει: «Μαύρο Σκοτάδι» και «Αγωνία θανάτου».

      Σ’ αυτό το υπερέντονο σημείο, ο Πούσκιν βάζει τον Σαλιέρι και τον Μόζαρτ να προσαρμόζωνται στις ανάγκες του φαγητού. Αυτό όμως για λίγο. Ίσως για τις ανάγκες της ιστορίας του βίου των δύο μουσικών, ίσως και γιατί το ακροατήριο πρέπει, έστω για λίγο, να ησυχάσει. Όμως αυτό δεν θα κρατήσει πολύ. Ανακατεύουν στην κουβέντα τους τον περίφημο Μπομαρσέ. Συζητούν πως δηλητηρίασε κάποιον. Ο Μότσαρτ όμως εδώ αποφαίνεται: «Είναι ασυμβίβαστη η μεγαλοφυΐα με την κακουργία». 

      Και όμως εδώ, αρχίζει πάλι η ιστορία να μπαίνει σε φάση τραγική και όχι απλά δραματική. Ο Σαλιέρι θέλει να αυτοκτονήσει με δηλητήριο που έχει σε κάποιο κύπελλο. Όταν ακούει τον Μότσαρτ να θεωρεί αδύνατη την κακουργία σε μεγαλοφυές άτομο, ρίχνει το δηλητήριο, το δήθεν κρασί στο κύπελλο του Μότσαρτ και του λέει: «Πιές λοιπόν». Πίνει ο Μότσαρτ λέγοντας πως αισθάνεται σύμμαχος της Αρμονίας με τον Σαλιέρι.

      Σηκώνεται λοιπόν ο Μότσαρτ απότομα και παίζει στο πιάνο το Ρέκβιεμ που είχε συνθέσει. Ρωτάει όμως τον Σαλιέρι: «γιατί κλαίς;» Και αφού τελειώνει το σύντομο μουσικό κομμάτι, πάει για Ύπνο. 

      Μόνος πιά ο Σαλιέρι αναφωνεί: «Θα κοιμηθείς για πάντα Μότσαρτ». Και συμπληρώνει σε λίγο: 

«Δεν υπάρχει Αλήθεια παρά μονάχα οι αιώνιες δυνάμεις του κόσμου. Εμείς θέλομε μόνο τη σταθερότητα και τη σιγουριά. Και όταν αντιληφθούμε την Αλήθεια της Αλήθειας, τρομάζουμε και τρέχουμε να κρυφτούμε στα σπήλαια και στα δάση. Δεν ησυχάζουμε πλέον ποτέ μέσα μας». 

      Ξυπνάει όμως ο Μότσαρτ και αρχίζει ένα φοβερό ανατριχιαστικό για την ρεαλιστικότητά του μονόλογο με τον οποίον τελειώνει και το έργο. 

      « Από τον καιρό του Οιδίποδα και του πρίγκιπα της Δανιμαρκίας(Άμλετ), αρεσουν τελικά οι αντίχριστοι, οι δολοφόνοι, οι δυνατοί, ο πόνος και το αίμα, η Αγωνία αν είναι αυτό ή το άλλο η Αλήθεια. Είναι η αλήθεια Σαλιέρι αυτά, φθονερέ, αλλόκοτε, παιδί θαύμα, παιδί του Κολοσσαίου;»

      Οι θεατές όταν φεύγουν από μια τέτοια συγκλονιστική διαμάχη των διερωτήσεων και του ωμού φοβερού ρεαλισμού των απαντήσεων, φεύγουν συγκινημένοι και πολύ πιο ώριμοι άνθρωποι. Φεύγουν και σε όλη τους πια τη ζωή την υπόλοιπη θα αισθάνονται σοφοί και βαθειά γνώστες της Ανθρώπινης ψυχής. Όπως λέει ο Παύλος στην προς Κορινθίους: «Θέλω να κάνω το καλό, αλλά κάνω το κακό».Έτσι είναι πάντοτε όλοι οι άνθρωποι!... 

Γιάννης Κυριακάκος
__________________________________________________________________

Η ΕΙΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΝ ΑΝΑΓΩΓΗ:

ΔΥΟ ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΑΤΗ
Και τα δυο μονόπρακτα που παρουσιάζει εφέτος το Θέατρο Εκάτη  παίζουν δραματικά και σχεδόν εξαντλητικά με την αμφιβολία, τόσο η μικρή τραγωδία του Α. Σ. Πούσκιν Μότσαρτ και Σαλιέρι, όσο και το, ιδιαίτερα σημαντικό για την ιστορία του είδους του, μονόδραμα του Α. Στρίντμπεργκ Η πιο δυνατή. Το αγχωτικό πέπλο της αμφιθυμίας και της αμφιβολίας ενισχύεται και από το ύφος της εσωτερικής αρχιτεκτονικής του μικρού θεάτρου της οδού Εκάτης στην Κυψέλη. Και το κλίμα των ημερών μας πάει μαζί. Πέρα και από το σύνορο της αγωνίας και τετελεσμένων των πράξεων ή και υποθετικά τετελεσμένων υπάρχει έντονα ανεξέλεγκτη αμφιβολία: Ποιος σκότωσε τον Μότσαρτ; Ποια  είναι η πιο δυνατή γυναίκα μέσα στο χώρο εξουσίας των ανδρών; Σκότωσε το Μότσαρτ το πιοτό, η ανίατη ασθένειά του, ή ο μοχθηρός Σαλιέρι; Ποια από τις γυναίκες, ως «μνηστήρες» ανδρών έχει πετύχει περισσότερα; Αυτή που θριαμβολογεί και κομπάζει φλυαρώντας ή η άλλη που σιωπά και περιμένει την τελική έκβαση του  δράματός της;

 Η σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά τονίζει πληθωρικά το δεδομένο της αμφιβολίας και της βαθιάς αβεβαιότητας που εκφράζουν και τα δυο μονόπρακτα. Το ίδιο και ο τρόπος που υποδύονται οι ηθοποιοί τους ρόλους τους, η Καλλίστη Αγγελάκη  και η Αλίσια Φωτιάδου. Ίσως θα άξιζε και η δοκιμή της ανταλλαγής των ρόλων. Η μια χυμώδης και εκρηκτική, η άλλη επιλεκτική, περίνους  και μετρημένη. Η διασκευαστική επεξεργασία του Δημήτρη Νταβέα στο μονόπρακτο του Πούσκιν δίνει στο έργο περισσότερο δραματικό βάθος και λυρική ευκαμψία.

Το δράμα της αμφιβολίας λοιπόν. Αυτό που συνοδεύει το θέατρο από παλιά και πολλές φορές με ιδιαίτερα ενδεικτικά παραδείγματα: Ορέστης, Άμλετ, και πάει λέγοντας, έως στους αντιήρωες του Πίντερ και του Μπέκετ.

συντάκτης:  Δ. Λουώκας