Βρυκόλακες


Οι Βρυκόλακες είναι μια οικογενειακή τραγωδία σε τρεις πράξεις. Γράφτηκε το 1881 και ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1882. Όπως πολλά από τα έργα του Ερρίκου Ίψεν, οι Βρυκόλακες είναι ένα καυστικό σχόλιο στα υποκριτικά ήθη του 19ου αιώνα. Όταν πρωτοπαίχτηκε είχε σοκάρει το συντηρητικό Νορβηγικό κοινό με τις αναφορές στη σύφιλη, το ψυχικό νόσημα, την υποκριτική σχέση κοινωνίας-εκκλησίας, την συναισθηματική οικογενειακή και κοινωνική βία που καθιστά τους ήρωες ψυχικά ανάπηρους. Ιδιαίτερα διεισδυτική και κριτική η ματιά του Ίψεν όσον αφορά στη θέση της γυναίκας στην Σκανδιναβία του 19ου αιώνα. Οι ηρωίδες του έργου ενσαρκώνουν την διαμάχη παλιού-νέου, οπισθοδρόμησης-ριζοσπαστικότητας. Από τη μία η κυρία Άλβινγκ θεματοφύλακας των συντηρητικών, καταπιεστικών ηθών και αξιών της Νορβηγικής αριστοκρατίας που τοποθετούν αυτόματα τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα των γυναικών σε δεύτερη μοίρα, κι από την άλλη η νεαρή Ρεγγίνα που αντιπροσωπεύει το καινούριο, την ενέργεια και τη δύναμη της εργατικής τάξης και καταφέρνει να ξεπεράσει τις συμβάσεις, και να χαράξει το δικό της δρόμο.
Η διαχρονικότητα του κειμένου του Ίψεν το καθιστά ανοιχτό σε πολλές, διαφορετικές αναγνώσεις. Κλασικό και μοντέρνο ταυτόχρονα, αντί να κατονομάζει θέματα όπως τα αφροδίσια νοσήματα, την ψυχική ασθένεια που ακόμα και σήμερα θεωρούνται ταμπού από μέρος του κοινού, τα υπονοεί προσφέροντας στην σκηνοθεσία ελευθερία κινήσεων. Στην παράσταση του Θεάτρου Εκάτη, η σκηνοθετική προσέγγιση χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, έλλειψη μανιέρας και υπερβολής. Η λιτή, μοντέρνα σκηνοθετική ματιά της Βαλεντίνης Λουρμπά βοηθά στο να εστιάσουν οι θεατές στην ουσία των χαρακτήρων του Ίψεν, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου. Το εξαιρετικό κείμενο – που παρουσιάζεται σε ρέουσα ανεπιτήδευτη μετάφραση από τον Λέοντα Κουκούλα – θέτει σημαντικές απαιτήσεις όχι μόνο ως προς την εκφορά του λόγου, αλλά και ως προς την σκηνική πραγμάτωσή του, μέσω, κυρίως, της κίνησης των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί ήταν όλοι καλοί. Ξεχώρισα τον Παναγιώτη Κατσίκη ο οποίος παίζει με ιδιαίτερα μοντέρνο και άμεσο τρόπο: επικοινωνεί άριστα με το κοινό, κινείται με άνεση και πειστικότητα στην σκηνή – είναι πράγματι στο πετσί του ρόλου του.
Και δυο παρατηρήσεις: Πρώτον δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο οι μουσικές επιλογές που (σε υψηλή ένταση) συνόδευαν την μετάβαση από τη μία στην άλλη σκηνή, ήταν πάντα πετυχημένες. Δεύτερον, παρατήρησα μια αμηχανία στον τρόπο που κινούνται οι κατά τα άλλα πολύ καλοί Χάρις Συμεωνίδου, Σπύρος Στρεμμένος και Διονύσης Μπουρδέκας, χωρίς να είναι σαφές αν αυτό απορρέει από σκηνοθετική οδηγία που αποσκοπεί στο να τονίσει το πώς σε αντίθεση με τους νεότερους, (Παναγιώτη Κατσίκης, Κατερίνα Παπαγεωργίου, που κινούνται με άνεση στην σκηνή) οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι μέσα σε κοινωνικά καλούπια, ή αν απλά οφείλεται στο ευνόητο μούδιασμα των πρώτων παραστάσεων.