Ο Παρίας - Θεατρική Κριτική - Γράφει η Κατερίνα Κούλη

Κριτική θεάτρου από την Κατερίνα Κούλη

29/03/08

Το θέατρο Εκάτη, ανεβάζει το έργο του Στρίντμπεργκ "Παρίας", ένα μονόπρακτο του Σουηδού συγγραφέα που μέσα απ' το διάλογο των δυο προσώπων, ξετυλίγει κρυμμένα πάθη και προσωπικές ιστορίες που διψάνε για μια εξομολογιτικότητα και που τείνει στην απαλλαγή τους από ένα παρελθόν, καθώς αποκαλύπτει εγκλήματα θαμμένα στις συνειδήσεις που εξαφάνισαν τις τύψεις. Η διαλεκτική μιας αθώωσης, περνά από τη διασταύρωση δυο αιχμηρών σπαθιών, που χτυπάνε χωρίς να σκοτώνουν, και αποκαλύπτουν το βάθος της ανθρώπινης ψυχής, όταν η ίδια έχει δώσει την άφεση, καθώς ο πυκνός ΄λόγος του μεγάλου συγγραφέα προσπαθεί να απαλλάξει με την λα΄μψη μιας ειλικρίνειας δύο άτομα που εξισορροπούν το ένα πάνω στην αμαρτία του άλλου. Όμως στο τέλος, παρά τον εξοντωτικό αγώνα τους με τη νίκη είτε την ήττα, το μέλλον τους παραμένει ζοφερό όπως και πριν.

Η σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά δημιουργεί την ατμόσφαιρα ενός ποιητικού τρόμου, και τη διαλεκτική του ισχυρού επάνω στον ανίσχυρο.

Παίζουν οι ηθοποιοί Έλλη Μερκούρη και Ευπραξία Κόνστα, που έδωσαν ότι περισσότερο είχαν. Η 'Ελλη Μερκούρη ήταν μονότονη, με κίνηση αδιάφορη. Η Ευπραξία Κόνστα συμπλήρωσε τη διανομή με κάποια αμφίβολη προσέγγιση του έργου. Επιπλέον είχε και στόμφο. Ανεπιφύλακτα προτείνω την παράσταση αυτή.

Μεταίχμιο

Ο Παρίας - Θεατρική Κριτική - Γράφει ο Γιάννης Κυριακάκος

Στο θέατρο της οδού Εκάτης, στην Κυψέλη, η Βαλεντίνη Λουρμπά, ανεβάζει αυτό το έργο του Σουηδού Α. ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ (1849-1912). Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό ψυχολογικό μονόπρακτο. Έχουμε δύο πρόσωπα που συγκρούονται ανελέητα το ένα με το άλλο. Και δεν προκύπτει αυτό από άμεσες διαφωνίες σε αντικειμενικό ζήτημα καθημερινότητος. Εδώ εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας μια αντιδικία σκληρή, που εκφράζει ένα χάος ψυχής, δυο χαρακτήρες τελείως αντίθετους, όμως ταυτόσημους σε σκληρότητα και αναλγησία. Δεν είναι λαϊκοί τύποι. Πρόκειται για πρόσωπα μέσου κοινωνικού επιπέδου. Γι΄αυτό και η δυνατότητά τους να κάνουν λεπτομερειακές ψυχολογικές παρατηρήσεις η μία στην άλλη. Μόνο που οι παρατηρήσεις αυτές, εκφράζουν την ψυχική τυραννία.

Βρίσκονται προσωρινά στο ίδιο σπίτι και έχουν υποχρεωτική επικοινωνία. Δεν τους απασχολεί στη συζήτηση ο έρωτας. Δεν μιλούν για το ντύσιμό τους ή για τον κόσμο της πόλεως ή για άντρες, ή έστω για άλλες γυναίκες. Νευρωτικές και οι δύο, ασυναίσθητα και ασυνείδητα συγκρούονται μη ξέροντας ακριβώς γιατί. Εκφράζουν την σκοτεινή άβυσσο που έχουνε μέσα τους.

Οι ηρωίδες του Στρίντμπεργκ δεν εκτονώνονται καθόλου. Συγκρούονται σκληρά, αλλά χωρίς ύβρεις.

Η παράσταση παρακολουθείται με τρομερό ενδιαφέρον από το κοινό. Η σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά, έχει επιτύχει να εκφράζει αυτό το πάθος της ψυχικής ταραχής με πολύ σπαρταριστό, οργιαστικό θα έλεγα μένος. Οι δύο ηθοποιοί εκφράζουν με την κίνησή τους στη σκηνή και την ένταση του λόγου, όλη αυτή την ακαταμάχητη νεύρωση και οξύτητα που απαιτεί ο ρόλος. Όμως η κάθε μία ηρωίδα προβαίνει και σε αξιόλογους αυτοχαρακτηρισμούς.

Λέει λ.χ. η Χ: "Όλοι έχουμε κλέψει και έχουμε πει ψέματα"

Ο Στρίντμπεργκ, μεταφέρει τις ψυχικές του δονήσεις πολύ αξιόλογα, στο θαυμάσιο αυτό μικρό αριστούργημα "Παρίας".

Η αφηγήτρια ηρωίδα Χ, τονίζει σε ερώτηση της ηρωίδας ψ ότι δεν είναι Χριστιανή, γι' αυτό δεν πρεσβεύει την Συγνώμη, αλλά την τιμωρία. Αυτή η άποψη μιας ηρωίδος, στα τέλη του 19ου αιώνα που γράφεται το έργο, δεν θα μπορούσε να δημοσιευθεί σε θεατρικό έργο. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει καμία δυσκολία για κάτι τέτοιο.

Ας επανέλθουμε όμως στην παραστατική διαδικασία, όπου βλέπουμε ότι η συγκρουσιακή βάση των δύο ηρωίδων, είναι ήδη εκρηκτική, αν και δεν έχει φτάσει ακόμα στο κατακόρυφο. Εδώ παρασύρεται η ψ και περιγράφει πως έκανε την πλαστογραφία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Συγκεκριμένα αρχίζει με αυτήν την ενδιαφέρουσα διερώτηση:

"Είναι αυτό αποτέλεσμα μιας υπνωτικής υποβολής; (...) Τελικά πήρα την αμετάκλητη απόφαση να πλαστογραφήσω".

Επομένως, ομολογεί και παραδέχεται το εσωτερικό κόστος της Αμαρτίας, παρ' όλη την νεύρωση από την οποία κατέχεται. Υποθέτω ότι κάνει ψυχολογικό λάθος ο Στρίντμπεργκ. Διότι αθωώνει τις ψυχές τους από τις ενοχές. Όμως τις παρουσιάζει σφοδρά νευρωτικές. Πώς τότε η Χ λέει πως σκότωσε, αλλά δεν έχει την παραμικρή τύψη; Και πως η Ψ λέει πως επρόκειτο για ασυνείδητη παρόρμηση όταν πλαστογραφούσε; Η δράση όμως και η συμπεριφορά και των δύο ηρωίδων, δείχνει ότι οι τύψεις και τα κόμπλεξ, έχουν οπωσδήποτε σκοτεινιάσει ακόμη περισσότερο, τον ήδη σκοτεινό εσωτερικό τους κόσμο.

Όταν λοιπόν ισχυρίζονται ότι δεν έχουνε τύψεις σκοτώνοντας, ή ότι πλαστογράφησαν από αθώα εσωτερική παρόρμηση, κοροϊδεύουν τον εαυτό τους, δικαιολογώντας άκριτα τις πράξεις τους.

Αυτές όλες τις τόσο ενδιαφέρουσες ψυχικές αντιφάσεις τις απέδωσαν θαυμάσια οι δυο ηθοποιοί του θεάτρου Εκάτη. Έχουμε απολαύσει μια ζωντανή, σπαρταριστή ψυχολογική σύγκρουση, που φθάνει σε θανάσιμη οξύτητα.
Γιάννης Κυριακάκος

Ο Παρίας - Θεατρική Κριτική - Γράφει η Μπετίνα Κατσικαρίδου

Γράφει η κριτικός θεάτρου Μπετινα Κατσικαριδου

Για πρώτη φορά στην Ελλάδα έχει ανέβει στο θέατρο Εκάτη το μονόπρακτο έργο “O Παρίας” του σουηδού Αυγούστου Στρίντμπεργκ. Παρακολουθούμε επί σκηνής τη μάχη δύο γυναικών τόσο διαφορετικών αλλά και τόσο όμοιων. Η μία εσωστρεφής, προσηνής και νωχελικά απόμακρη ενώ η άλλη δυναμική και παθιασμένη. Ένα απόγευμα μια καταιγίδα ξεσπάει στην περιοχή. Οι δύο γυναίκες βρίσκονται η μία απέναντι στην άλλη και με αφορμή το χρήμα, που όπως φαίνεται δεν είναι αρκετό, αρχίζουν να αναδεύουν το παρελθόν. Καθώς ο διάλογος ανάμεσα στις δύο γυναίκες εξελίσσεται μοιάζει όλο και πιο πολύ με καταιγίδα. Ένοχα μυστικά και άνομες πράξεις ομολογούνται. Πίσω από την προσηνή μακαριότητα της μιας κρύβεται η ενοχή της παράβασης. Κάτω από την αυτοπεποίθηση, την ακατάσχετη ζωτικότητα και τη φιλοδοξία της άλλης βρίσκεται επίσης η ανομία. Tί είναι αυτό στο χαρακτήρα του καθενός που τον οδηγεί σε μια παράνομη πράξη στην οποία κάποιος άλλος δε θα εμπλεκόταν; Eίναι η τιμωρία το μέτρο εκείνο που αποκαθιστά την τάξη ανθρώπινη ή και θεία; To κακό έχει παντού την ίδια φύση; O πρωταγωνίστριες της παράστασης, Έλλη Μερκούρη και Ευπραξία Κόντσα, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Βαλεντίνης Λουρμπά καταφέρνουν να συνθέσουν την ένταση των δύο προσώπων. Η καθεμία υποστηρίζει με επάρκεια και ευστοχία το ρόλο της. Κινούνται στο σκηνικό χώρο με ακρίβεια και λιτότητα που ενισχύει τον θεατή στην παρακολούθηση των νοημάτων του έργου. Η μουσική επένδυση, πρόκειται για το πρώτο κονσέρτο του Ραχμάνινωφ, μοιάζει να εξισορροπεί με δέος τη φθαρμένη ανθρώπινη αθωότητα.

Ο Παρίας - Θεατρική Κριτική - Γράφει ο Νεκτάριος Κωνσταντινίδης

Π

Γράφει ο κριτικός θεάτρου Νεκτάριος Κωνσταντινίδης

Στο μικρό και καλαίσθητο θεατράκι της οδού Εκάτης παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή το μονόπρακτο δωματίου «Ο Παρίας» (Paria, 1889) του Αύγουστου Στρίντμπεργκ (1849-1912) σε μετάφραση Γιώργου Καραβασίλη και σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά.
Το θέατρο του μεγάλου Σουηδού συγγραφέα εστιάζει στην ηθική διαφθορά της ανθρώπινης φύσης, στην αμαρτία, στο έγκλημα, στις αποκλίσεις του φυσιολογικού και στην ανελέητη διαμάχη των δυο φύλων. Ο Στρίντμπεργκ επεξεργάστηκε για αρκετά χρόνια τις τεχνικές των επιστημονικών αναλύσεων της πραγματικότητας και των αναπάντεχων μεταστροφών της ανθρώπινης ψυχής. Μέσα από τα μονόπρακτα «Ο Παρίας», «Σιμούν», «Παίζοντας με τη φωτιά» και «Η μητρική στοργή» εξέλιξε τα δεδομένα του σχετικά με τη σκηνογραφία και τα υποκριτικά ύφη του σύγχρονού του θεάτρου. Η εμπειρία που απέκτησε στον δραματουργικό τομέα ωρίμασε την πεποίθηση του για την αδυναμία του νατουραλιστικού δράματος ν’ αποκαλύψει τους μηχανισμούς της πραγματικότητας και την ανάγκη για έναν πειραματισμό που θα ήταν πρώτα απ’ όλα δομικός και θ’ αφορούσε τη φόρμα.
Στο μονόπρακτο «Ο Παρίας» ο δραματουργός επικεντρώνεται στο θέμα της δικαιοσύνης μέσα από ένα δυνατό διάλογο δύο ανδρών, τον κύριο Χ, αρχαιολόγο και τον κύριο Ψ, Αμερικάνο ταξιδιώτη. Ένα λεκτικό ουδέτερο παιχνίδι χωρίς νικητή και ηττημένο καθηλώνει τη «φιλήσυχη συνείδηση» αποδεικνύοντας τις απεριόριστες δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης στην προσπάθειά της να θωρακίσει τον εαυτό της και να τον κάνει απρόσβλητο από την επιρροή του άλλου. Στην ενέργειά της αυτή διευθετεί το καλό και το κακό σύμφωνα με το προσωπικό αίσθημα δικαίου που αντιτάσσεται σθεναρά στο σύνολο των γραπτών κανόνων της έννομης τάξης. Η διαφορά των δύο ηρώων έγκειται στο ότι ο ένας υπέστη τις συνέπειες της παράβασης των κανόνων αυτών ενώ ο άλλος διέφυγε τον κίνδυνο αυτό. Παρά ταύτα αποτελούν κι οι δύο τις όψεις του παρία, του απόβλητου. Ο ένας φέρει τη ρετσινιά της φυλακής κι ο άλλος τις εσωτερικές ενοχές.
Η σκηνοθεσία επιλέγει δυο γυναίκες να ενσαρκώσουν τους ρόλους και ακολουθεί σχεδόν πιστά τις οδηγίες του κειμένου. Ο λιτός σκηνικός χώρος που προσδίδει τη γεωμετρία ενός πεδίου αναμέτρησης αποτελείται από τ’ απαραίτητα μόνο αντικείμενα. Ο διάλογος εξελίσσεται μέσα από μια πάλη επιχειρημάτων που λαμβάνει χώρα γύρω από μια ανολοκλήρωτη παρτίδα σκάκι. Το παιχνίδι της διαβάθμισης των φωτισμών, ο βίαιος ήχος της καταιγίδας και η μουσική υπόκρουση που σκεπάζει σε δεδομένη στιγμή το λόγο διαμορφώνουν μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα. Οι δυο ηθοποιοί αποδίδουν τους ρόλους τους με κλιμακωτές εντάσεις και συναισθηματικές μεταπτώσεις.

O Παρίας - Θεατρική Κριτική - Γράφει ο Νίκος Τσιρώνης

Κριτική : ΝΙΚΟΥ ΤΣΙΡΩΝΗ

Θέατρο ΕΚΑΤΗ: "Ο Παρίας" του Αύγουστου Στρίντμπεργκ σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά.

"Τί καταθλιπτική ζέστη! Ασφαλώς θα έχουμε θύελλα" είναι η πρώτη φράση του διαλόγου που διεξάγεται ανάμεσα στα δύο πρόσωπα που βρίσκονται σε ένα δωμάτιο. Ένας διάλογος που αποκαλύπτει την ιδιότητα, το ήθος, το παρελθόν των προσώπων, τους προβληματισμούς τους. Ειδικότητές τους, αρχαιολόγος και εντομολόγος. Ειδικότητες που ασκούνται στην ύπαιθρο. Τώρα τα πρόσωπα σε κλειστό χώρο, εγκλωβισμένα στις ενοχές τους και στους ηθικούς προβληματισμούς, που στερούνται υπερβατικού φωτισμού. Ένας εγκλωβισμός χωρίς την διέξοδο της μετάνοιας. Η "καταθλιπτική ζέστη" προμηνύει θύελλα. Και ο μεταξύ τους διάλογος εξελίσσεται σε θύελλα. Η αντιπαλότητα ανάμεσα στο προπτωτικό είναι καί στην αποικία της βασιλείας του κακού εξωτερικεύεται και διεξάγεται ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Το ένα πρόσωπο κάποτε σκότωσε έναν άνθρωπο αθέλητα, αλλά δέν ανακαλύφθηκε και δέν τιμωρήθηκε. Το άλλο έκανε πλαστογραφία από οικονομική ανάγκη και τιμωρήθηκε με δύο χρόνια φυλάκιση. Η αντιπαλότητα εκδηλώνεται και ως ανταγωνισμός πανουργίας. Άν και τα δύο πρόσωπα είναι ένοχα, δεν δείχνουν αμοιβαία κατανόηση και επιείκεια.

Οι ηθοποιοί Έλλη Μερκούρη και Ευπραξία Κόντσα, ακολούθησαν πιστά τη σκηνοθετική γραμμή της Βαλεντίνης Λουρμπά.

Ο ΠΑΡΙΑΣ - Θεατρική κριτική - Γράφει ο Γιώργος Παναγουλόπουλος


Γράφει ο κριτικός θεάτρου Γιώργος Παναγουλόπουλος


Το θέατρο ΕΚΑΤΗ είναι ένας αισθητικός χώρος αλλά και τόσο φιλόξενος στην οπτική διάσταση στην περιοχή Κυψέλης. Έχει ανεβάσει αυτές τις ημέρες το μονόπρακτο έργο του Στρίντμπεργκ ο “Παρίας”. Το έργο κατά την άποψη του μεταφραστή και ποιητή Γιώργου Καραβασίλη “είναι έργο δωματίου” και ανήκει στην περίοδο εκείνη της ζωής του συγγραφέα που απέφερε τρία από τα μεγάλα του έργα. Τη “Δεσποινίδα Ζουλί”, τον “Πατέρα” και τους ” Δανειστές”. Το σπουδαίο μονόπρακτο που εξεδόθη στα 1890 είναι πως ξεφεύγει από το γνωστό ταμπού της πάλης των δύο φύλων και οδηγεί σε υπαρξιακούς χώρους θέτοντας επί τάπητος το θέμα της δικαιοσύνης. Το έργο μες από το διάλογο δύο προσώπων της Χ αρχαιολόγου και της Ψ εντομολόγου, ξετυλίγει με την έννοια της εξομολογητικότητας αλλά και κάποιας επιθετικότητας κρυμμένα πάθη αλλά και τάση αυτοάφεσης αμαρτιών που αυτοαποκαλύπτονται σιγά-σιγά σε ένα βρασμό ψυχών που όλο και φουντώνει. Και οι δύο προσπαθούν να ξεφύγουν από ένα παρελθόν που τριγυρίζει σε προσπάθειες αποκάλυψης κάτι του τραγικού. Μέσα από τετριμμένες φράσεις που όλο και προσπαθούν με μια διαλεκτική απλότητα να ξεφύγουν από την τραγικότητα μιας αποκάλυψης προκαλούν η μία την άλλη.

Στη συνέχεια φανερώνονται εγκλήματα θαμμένα σε συνειδήσεις που εξαφάνισαν τις Τύψεις. Η κυρία Χ έχει υποπέσει σε φόνο εξ αμελείας και η κυρία Ψ σε γραφειοκρατικές ατασθαλίες που εζημίωσαν πολλούς. Διασταυρώνουν τα ξίφη και μονομαχούν σε τολμηρές φράσεις απόρριψης της μίας από την άλλη και τη στιγμή που τα λεκτικά σπαθιά χτυπάνε, αγκαλιάζονται όπως οι μονομάχοι που δεν θέλουν να σκοτώσουν. Τελικά η κάθαρση επέρχεται σε μια καθήλωση της τύψης που φαίνεται να υποχωρεί και από τη δύναμη της φύσης μέσα σε μια καταιγίδα που ξεσπάει καθώς το μέλλον φαίνεται να διαγράφεται και για τις δύο ζοφερό όπως και πριν.

Το έργο του μεγάλου συγγραφέα σκηνοθετήθηκε από την Βαλεντίνη Λουρμπά στην οποία ανήκει και η πρωτοτυπία της σκηνοθεσίας που έγκειται στο ότι αντί για άντρες χρησιμοποιήθηκαν για την ερμηνεία των ρόλων δύο γυναίκες. Δεν ξέρω αν την εποχή που γράφτηκε το έργο [1890] ερμήνευαν τους δύο ρόλους γυναίκες αυτό θα ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων. Ούτε ξέρω αν την εποχή εκείνη στις σκοτεινές αρχές του φεμινισμού θα αναστατωνόταν ακόμη και ο συγγραφέας και θα αντιδικούσε έντονα με τον σκηνοθέτη.

Σήμερα όμως κανείς δεν παραξενεύεται και αυτό είναι ένα εύρημα της σκηνοθεσίας. Εξάλλου η κυρία Βαλεντίνη Λουρμπά έδωσε μια πνοή που ελάφρυνε κάπως το ζοφερό κλίμα του έργου, η σκηνοθεσία έχει στιγμές που θυμίζουν Μπέργκμαν, πρόσεξε τις λεπτομέρειες αλλά ίσως αδράνησε στην ερμηνεία της κυρίας Κόντσα σε στιγμές πάλης, γιατί δεν είχε την μαχητικότητα και το κάπως ελαφρύ χιούμορ που επικρατεί στο έργο. Ένας Στρίντμπεργκ σε ελαφρά νεωτερική άποψη καθώς οι συγκρούσεις και τα σκηνικά έχουν κάτι από την σημερινή εποχή. Για την ερμηνεία των δύο ρόλων θα αποκλίνω στην κυρία Έλλη Μερκούρη που ερμήνευσε το ρόλο της Χ και ήταν αυθόρμητη παραιτημένη από την σοβαρότητα ενός εγκλήματος που μάλιστα ήταν και φόνος. Ένιωθε πως δεν είχε τόση συμμετοχή στο απρόοπτο και αυτό την είχε απαλλάξει αν και στις συγκρούσεις με την αντίπαλό της έδειχνε πολύ βεβαρημένη. Το παίξιμό της ήταν απόλυτα φυσικό. Η κυρία Ευπραξία Κόντσα στο ρόλο της κυρίας ψ είχε υποκύψει δίχως μάχη στις επιθέσεις της αντιπάλου της και έδειξε ηττημένη αν και το έργο θα την ήθελε πιο δυνατή και ικανή να ανατρέψει την κατηγορία. Η κίνησή της ήταν ανεξάρτητη από το λόγο. Θα της συνιστούσα να είναι πιο προσεκτική στην εκφορά του λόγου της, να μην έχει τόσο στόμφο γιατί πολλά δεν τα ακούσαμε χωρίς να φταίει η ακοή μας.

Βγαίνοντας από το θέατρο ηχούσε στα αυτιά μου το πρώτο κονσέρτο του Ραχμάνινωφ και φτάνοντας στο σπίτι μου αισθάνθηκα ότι δεν έχασα το χρόνο μου.