Γιούλη Χρονοπούλου
Το έργο:
Τα χρέη στο έργο «Οι Δανειστές» του μεγάλου Σουηδού δραματουργού Αύγουστου Στρίντμπεργκ δεν είναι χρέη οικονομικά. Τα δάνεια είναι ψυχικά, οι επιταγές καλύπτουν ή αφήνουν ακάλυπτη τη ζωή, οι χρεώστες οφείλουν ευγνωμοσύνη.
Τα χρέη στους «Δανειστές» δεν είναι ληξιπρόθεσμα, είναι μακράς πνοής, ακολουθούν τους εμπλεκόμενους στις περίπλοκες διαδρομές τους και μ’ έναν τρόπο μεταβιβάζονται στο θεατή. Είναι δάνεια ανεκτίμητης αξίας, ξεπληρώνονται δύσκολα… Ταυτόχρονα διαπλέκονται με το αιώνιο παιχνίδι των φύλων, με τη διεκδίκηση της αγάπης.
Το έργο έχει θέμα το αρχετυπικό τρίγωνο. Μια γυναίκα διεκδικείται (ως χρέος, ως δάνειο;) από δύο άντρες. Εδώ όμως δεν πρόκειται για τον κλασικό συνδυασμό (σύζυγος, εραστής), αλλά για δύο συζύγους (τον νυν και τον πρώην) και - με μιαν έννοια - δυο εραστές (τον πρώην, που στην πορεία έγινε σύζυγος, και – θάλεγε κανείς - τον επόμενο, όπως τουλάχιστον ευελπιστεί να γίνει ο πρώην σύζυγος). Μ’ έναν τρόπο και οι τρεις είναι δανειστές (ή δωρητές;): ο πρώτος σύζυγος, ο καθηγητής Γκούσταβ, έδωσε στη γυναίκα, τη Θέκλα, γνώσεις, φίλους, ανεξαρτησία, κοινωνική θέση, ο νυν σύζυγος, ο ζωγράφος Άντολφ, της έδωσε τη συγγραφική της υπόσταση, κοινωνική αναγνώριση, εξύψωση μέσω της τέχνης κι εκείνη τους χάρισε (;) τον έρωτα… Κι ακόμη ο πρώην σύζυγος διεκδικεί το χρέος του από τον άλλον άντρα (τη σύζυγο που έχει χάσει).
Ο Στρίντμπεργκ πάντως θεωρεί ότι εκείνη που κυρίως χρωστά και οφείλει να ξεχρεώσει είναι η γυναίκα. Στο έργο αποτυπώνει τη δική του απογοητευτική εμπειρία από τρεις αποτυχημένους γάμους και την οριστική – καθώς φαίνεται - απαξίωση για το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα εμφανίζεται να περιπαίζει τους άντρες, να τους περιγελά, να τους εκμεταλλεύεται, να παίρνει χωρίς να δίνει, να δανείζεται χωρίς να ξεπληρώνει, να οπισθογραφεί με άνεση ακάλυπτες επιταγές, αθετώντας επιπόλαιες υποσχέσεις, να εισπράττει χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες. Εμφανίζεται κυνική, είναι το ισχυρό φύλο, κρατά στα χέρια της την τύχη των ανδρών. Οι άντρες υποφέρουν, βασανίζονται από ζήλεια, από αδιέξοδα, από νέκρωση της δημιουργικότητας, από «στειρότητα». Η πάλλουσα ανησυχία των ψυχών ανήκει σ’ αυτούς. Κι όμως είναι αυτοί (και οι δύο) που πρόσφεραν γενναιόδωρα (;) την προστασία και τις ευκαιρίες στη γυναίκα, ώστε να αναδειχθεί εκείνη και τελικά να αυτονομηθεί και να αντιστρέψει την εξάρτηση. Αυτή η δωρεά γίνεται τώρα ανεξόφλητο χρέος, καθώς εξακοντίζεται στην απαγορευμένη περιοχή της αχαριστίας. Απαιτεί αντάλλαγμα.
Η παράσταση:
Στον υπέροχο χώρο - σκηνικό του θεάτρου Εκάτη αναβιώνει μ’ έναν ιδιαίτερα ατμοσφαιρκό τρόπο το έργο του Στρίντμπεργκ. Η εξαιρετικά προσεγμένη παράσταση αναδεικνύει με μαεστρία την εσώτερη ψυχική κίνηση των ηρώων, την ταραχώδη εσωτερική διαδρομή των πνευμάτων τους, την υπόγεια τρικυμία των διανοημάτων τους, αλλά και τα πολυάριθμα παιχνίδια προσωπείων και εξαπάτησης, που κατακλύζουν το έργο. Γιατί οι ρόλοι δεν είναι ξεκάθαροι από την αρχή, οι ταυτότητες δεν έχουν πλήρως αποκαλυφθεί, ο πρώην σύζυγος εμφανίζεται στον νυν με άλλο προσωπείο, κι έτσι το παιχνίδι αληθούς – ψευδούς (μάλιστα εντός του κατά σύμβαση ψευδούς θεάτρου) είναι κυρίαρχο στο έργο.
Το παιχνίδι της εξαπάτησης βρίσκεται συνεχώς επί σκηνής, όντας και αυτό αιώνιο και διαρκές, παιχνίδι στο οποίο εμπλέκεται υποχρεωτικά και ο θεατής λόγω της θέσης
του, καθώς καλείται να ερμηνεύσει, να αποκωδικοποιήσει, να δει πίσω από τα προσωπεία, να διαγνώσει προθέσεις, να κάνει υποθέσεις, να υπερβεί το λόγο, το φαινόμενο και να εισχωρήσει σε εσώτερες στοιβάδες μέσω ωστόσο του λόγου, του φαινομένου, παρότι – είναι αλήθεια – πως γνωρίζει (όπως και στην αρχαία τραγωδία) περισσότερα από τους ίδιους τους ήρωες. Τα πρόσωπα είναι και - μ’ έναν τρόπο - δεν είναι αυτό που βλέπουμε, κυρίως ο πρώην σύζυγος και η γυναίκα, καθώς ο πρώτος κρύβει την ταυτότητά του από τον νυν σύζυγο (και αναγκαστικά και από τον θεατή) στην εναρκτήρια σκηνή του έργου, ενώ η δεύτερη παίζει (ή παρουσιάζεται να παίζει) διαρκώς ένα διπλό παιχνίδι είτε ως παρόν πρόσωπο είτε ως απόν είδωλο. Οι δύο άντρες στήνουν επίσης ένα παιχνίδι εξαπάτησης – παγίδευσης προς τη γυναίκα, η οποία με τη σειρά της μοιάζει να παίζει και με τους δυο τους (καθώς αναφέρεται η ακατάπαυστη διάθεσή της να φλερτάρει με άλλους) και ταυτόχρονα να τους αγαπά.
Οι ηθοποιοί φορούν «τη μάσκα» του ήρωα και ταυτόχρονα «τη μάσκα της μάσκας» του ήρωα που υποδύονται. Κατ’ αυτήν την έννοια πρόκειται για ρόλους εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθούν, που εν προκειμένω ευτύχησαν κάτω από τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Βαλεντίνης Λουρμπά να ενσαρκωθούν με πειστικότητα και πληρότητα από τους τρεις ηθοποιούς: τον Γιάννη Πάρτογλου στο ρόλο του πρώην συζύγου, που καταφέρνει να βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα δρώμενα, να προκαλεί και να υφίσταται, να αποστασιοποιείται και να καταβυθίζεται, να καθοδηγεί τη δράση και να αποτελεί μέρος της, τον Παναγιώτη Κατσίκη στο ρόλο του νυν συζύγου, που μεταδίδει τον εσωτερικό σπαραγμό του, τη μεταβαλλόμενη διάθεσή του, την τρικυμισμένη υπόστασή του, την ευάλωτη και ασταθή καλλιτεχνική φύση του, και τέλος, την εξέχουσα Φίλια Δελαγραμμάτικα, που παρασταίνει με φυσικότητα, φιλαρέσκεια, ζωηρότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση τη μοιραία γυναίκα, κομίζοντας με την πολυαναμενόμενη είσοδό της στη σκηνή έντονη ενεργητικότητα, τόση ώστε να αποτυπώνεται και να δικαιολογείται η αναστάτωση που έχει ήδη προκαλέσει στις ψυχές των ανδρών.
Το έργο εκτυλίσσεται ως μια αγωνιώδης ψυχολογική αναμέτρηση, που κρατά μετέωρες απορίες, γεννά ερωτηματικά και αποπνέει μιαν ατμόσφαιρα εκρηκτικής αναμονής, που παραμένει αιωρούμενη ως το (ατελές, δηλαδή πολλαπλών ενδεχομένων και ανοιχτών λογαριασμών) τέλος.
Πρόκειται για έργο περίπλοκο και βαθιά εσωτερικό, με σημαντικές επομένως δυσκολίες στο ανέβασμά του. Η παράσταση στο θέατρο Εκάτη, ωστόσο, τα κατάφερε. Η Βαλεντίνη Λουρμπά με τη φιλολογική της διεισδυτικότητα και τη θεατρική της επάρκεια το σκηνοθέτησε με ευστοχία και υποβλητικότητα.
Οι επιλεγμένες σκηνοθετικές υπογραμμίσεις της ανοίγουν πόρτες ερμηνευτικές. Τα βελάκια, λόγου χάριν, που πετά ο Γκούσταβ στη διάρκεια της παράστασης σημαδεύουν περισσότερο από το στόχο την καρδιά του ανταγωνιστή του, την πορεία των πραγμάτων, την αντίληψη του θεατή.
Η διαρκής «παρουσία», από την άλλη, της γυναίκας στη σκηνή (κι όταν αυτή απουσιάζει) δεν εμφαίνεται μόνον από το γεγονός ότι αποτελεί συνεχή αναφορά στα λόγια των αντρών, αλλά και από την ύπαρξη δυο απεικονίσεών της, ενός δυναμικού και ευμεγέθους πορτρέτου και μιας γλυπτής προτομής (τα δυο στάδια της καλλιτεχνικής εξέλιξης του συζύγου της). Η Θέκλα είναι πάντα παρούσα στη σκηνή είτε ως φυσική παρουσία είτε ως αναφορά είτε ως αναπαράσταση μέσα από τον πίνακα αλλά και το γλυπτό, συχνά παρούσα δι’ όλων των τρόπων (βλέπεις ταυτόχρονα 3 Θέκλες: τη ζωντανή, τη ζωγραφιστή, τη γλυπτή κι ακόμα παραπέρα τη Θέκλα μέσα στους άντρες που τη διεκδικούν αποκλειστικά, τη Θέκλα παντού). Η σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά εξαίρει αυτή την πανταχού και διαρκή παρουσία, σ’ένα ούτως ή άλλως έντονα τριαδικό έργο, που μιλά για ένα ερωτικό
τρίγωνο, με τους τρεις πρωταγωνιστές του (τις τρεις ακμές του) να αποτελούν τα μόνα σκηνικά πρόσωπα (αλλά και τα μόνα αναφερόμενα πρόσωπα), με τις τρεις σκηνές του να συνίστανται από τρεις αντίστοιχα διαλόγους ανάμεσα στους τρεις συνδυασμούς των πρωταγωνιστών (οι δύο άντρες μεταξύ τους, η γυναίκα με καθέναν από τους δυο).
Το έργο (και ο Στρίντμπεργκ) σπαράσσεται από πάθη. Και η Βαλεντίνη Λουρμπά σκηνοθετεί επίσης παθιασμένα κάνοντας να αναδυθεί ο συμπυκνωμένος ατμός από το φελλό του μπουκαλιού, που τόσο συχνά ανοίγει στη διάρκεια του έργου για να κατεβεί στα σωθικά των ηρώων και να εξατμιστεί εξαγνισμένος στο θέατρο. Το ίδιο το θέατρο ως φυσικός χώρος συμβάλλει στη δημιουργία ατμόσφαιρας, καθώς αποτελεί και το σκηνικό του έργου
Ο ίδιος ο δραματουργός ονόμασε αυτό το έργο του τραγικωμωδία, γιατί προφανώς έβλεπε και τη γκροτέσκα, σαρκαστική πλευρά του πράγματος, του μάταιου δηλαδή παιχνιδιού, του καταδικασμένου «κρυφτού» ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος.
Η παράσταση του δυνατού ομολογουμένως αυτού έργου μάς …δανείζει έστω για λίγο κάτι από τα πάθη των ηρώων του, τις αναπάντητες αγωνίες τους, την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των σκηνών του. Στη Βαλεντίνη Λουρμπά (και τους συνεργάτες της) …χρωστάμε μια σημαντική θεατρική εμπειρία, τη ζεστασιά της υποδοχής και της φιλοξενίας στο γοητευτικό χώρο της, αλλά και τη σταθερή προσφορά της στα θεατρικά πράγματα με τις πάντοτε σοβαρές και προσεκτικές επιλογές της,
Λένε πως ο Στρίντμπεργκ, ο οποίος ήταν ευρυμαθέστατος και πολυπράγμων, στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με την αλχημεία προσπάθησε να δημιουργήσει χρυσάφι. Φαίνεται πως (μ’ αυτό το έργο και - θα πρόσθετα αναχρονιστικά - μ’ αυτήν την παράσταση) το κατάφερε…
Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας
Δημοσιεύεται στην εφημερίδα "ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ"
Δημοσιεύεται στην εφημερίδα "ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου