ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ του Γιώργου Xρονά

 

Κυριάκος Βαλαβάνης

Του ποιητή Γιώργου Χρονά Τα Μαύρα Τακούνια ανέβασε στο θέατρο
Εκάτη η Βαλεντίνη Λουρμπά και φυσικά τον χώρο σκηνοθέτησε μέσα σε μιαν
ανάλογη ατμόσφαιρα περιβάλλοντος οικεία προς το θέμα και μοίρασε με
ευθύνη τους ρόλους εις τους ηθοποιούς με υποδειγματική εκτέλεση και
πάντοτε σε συνδυασμό και συνεργασία των συντελεστών φωτισμού ηχοληψίας
μουσικής επιμελείας κ.λ.π στοιχείων διαδικασίας.Η σκηνοθεσία της
Βαλεντίνης Λουρμπά ήταν πειθαρχημένη και οι τέσσερις ηθοποιοί
κινήθηκαν και ζωντάνεψαν την παράσταση με τάκτ και σεβασμό , και με
συναίσθηση δάνεισαν αυτό που δεν τους ανήκε μέσα σ ένα οίκο ανοχής
αδιάκριτα διακριτικά. ¨Ηταν ένας χώρος μη επιθυμητός αλλά λόγω ανάγκης
μοίρασαν την κοινή εμπειρία τους στην ανάπαυλα και σκηνική τους
δράση.Επόμενο ήταν σαν τέτοιος χώρος κάποτε οι ιερόδουλοι να είναι σε
αρμόζουσα ατμόσφαιρα προκλήσεως χωρίς εξαλλοσύνη και να συνδιαλέγονται
εκούσια και ακούσια χωρίς έλεγχο και μέτρο όμως ο πόνος τις ένωνε
,είχαν κοινά μυστικά δοκιμασιών ψυχοπαθολογικά προβλήματα ιδιόμορφη
ψυχοσύνθεση ,κάποτε ενοχή πολύ πόνο,αβεβαιότητα ανασφάλεια έδιδαν
μάχη συνειδήσεως και αυτές τις βιωμένες εμπειρίες τους χωρίς να τις
αυτοαναλύουν , τις περιπλανούσαν σε αδιέξοδα ή από το δράμα στην
κωμωδία και διεκτραγωδούσαν το αβέβαιον αύριο.
Αυτούς τους πενιχρούς διαλόγους κρίσεως και επικρίσεως τις εσωστρεφείς
μαρτυρίες της ιστορίας τους συζητούσαν και τον εκφυλισμόν της
συνειδησιακής τους πορείας τις δυσίατες αυτοπαγιδεύσεις της ψυχικής
τους εξαθλιώσεως.
Κι όμως ζούσαν με την ελπίδα ότι μπορούν να αγαπήσουν και να
αγαπηθούν .¨Οντως ο πόνος τις ένωνε γι΄αυτό και υπήρχε σύμπνοια και
κατανόηση.Σπουδαίος ο ρόλος των ηθοποιών πέρα από τον χώρο της
υποτιθέμενης συναλλαγής.Σαν μύστες και μυούμενοι μυσταγωγούσαν με
εκδηλωτική εξομολογητική νομοέπεια και ομοιογένεια στις κρύφιες
διαστάσεις στην νοθεία των πραγμάτων. πειθάρχησαν και τήρησαν την
σκηνοθετική γραμμή και με ανάλογη συμπεριφορά έπαιξαν τον τον ρόλο
τους με περιγραφική παρουσίαση στα ρηχά και ψεύτικα συναισθήματα των
εραστών την επικοινωνιακή συμμετοχή και ουσία των αθυρμάτων .Η Ειρήνη
Γεωργίου{ΝΟΡΑ} η Ελένη Μπέη{ΒΕΡΓΙΝΑ }η Ολγα Στέφου {ΣΩΤΗ} ανέδειξαν
το κείμενο και  με δεσπόζουσα θέση τον
ταλαντούχο Γιάννη Κωσταρά στον ρόλο του τρελού. .Αξιοσημείωτοι οι
φωτισμοί του Μιχάλη Σαρημανώλη που βοήθησαν την άψογη σκηνική
μαρτυρία των γυναικών και αρμόζουσα ψυχολογική αντίδραση μοιρασμένης
σοδείας καλοβαλμένης θεραπενίδος. ''Τα μαύρα τακούνια'' του Γιώργου
χρονά.είναι μια σύνθεση ποιημάτων που έφτιαξε θεατρικό έργο η
Βαλεντίνη Λουρμπά και το συνιστώ

Δημοσιεύεται
Στο περιοδικό κριτική λόγου και τέχνης θέσεων και απόψεων

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ του Γιώργου Xρονά


 Γιάννης Κυριακάκος

Στο θέατρο Εκάτη παρακολούθησα τα Μαύρα Τακούνια του Γιώργου Χρονά μια ποιητική σύνθεση που φτιάχθηκε , θεατρικό έργο από την Βαλεντίνη Λουρμπά .που έκανε και την σκηνοθεσία του έργου,
Το έργο διαδραματίζεται σε ένα Μπορντέλο που τρεις κατακερματισμένες γυναίκες διεκπεραιωτές του φευγαλέου μαζεύουν τα ψυχικά τους θραύσματα για να ολοκληρώσουν την ματαιότητα .Η μιά είναι προέκταση της άλλης
και η μία καθρεφτίζει επάνω στην άλλη την δική της ειμαρμένη. Έχουν την ίδια μοναξιά τον ίδιο ακριβώς πόνο τους ίδιους εφιάλτες. Δελεάζονται από την καταστροφή και αφοσιώνονται στο ανέφικτο, Ότι δεν φθείρεται είναι η αλήθεια τους, Ο θάνατος είναι θέσφατο και τους διαφυλάττει από την προσβολή. Ο πόνος του θανάτου τους κάνει ράκη απελπισίας και κωπηλάτες δακρύων. Τα Μαύρα Τακούνια είναι ένα έργο με βαθιές ψυχολογικές απηχήσει.Ο κόσμος τους είναι συμπαγής και συγχρόνως υδαρής. Ο Γιώργος Χρονάς με αριστοτεχνικό τρόπο στο ανορθόδοξο δίνει φυσικότητα. Η τραγικότητα οδηγεί στην αυτογνωσία και η μοναξιά στην οδύνη παρακολούθησα μια ενδιαφέρουσα παράσταση στο θέατρο Εκάτη που ο διάκοσμός του ζωγράφισε και έδωσε την ατμόσφαιρα του έργου. Παλιά σκαλιστά έπιπλα δαντέλες ταυταδένια φουστάνια φωτογραφίες Μανσον και καπέλα
δημιουργούσαν την νοσταλγία του gloria mundi και το τελεσίδικα χαμένο.Οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Μιχάλη Σαρημανώλη έδωσαν την ατμόσφαιρα της κατρακύλας και το ξεθώριασμα των προσώπων
Η Ειρήνη Γεωργίου ήταν άμεση και ζεστή στον ρόλο της Νόρας που επιθυμούσε να φθαρεί ενώ θα είχε αγαπήσει. Η Ελένη Μπέη αισθαντική στον ρόλο της Βεργίνας να περιμένει να γκρεμισθεί
Η Ολγα Στέφου στο ρόλο της Σώτης πειστική ετοιμη να χάσει την τελευταία της αθωότητα .Ο Γιάννης Κωσταράς εντυπωσίαζε με το επίσημο της φωνής του και απέδωσε την σοφία του τρελού.
Είδα ένα έργο τέχνης τα μαύρα τακούνια του Γίωργου Χρονά στο θέατρο Εκάτη και φεύγοντας αντηχούσαν στα αυτιά μου οι ήχοι του Ραχμανινωφ και οι μονωδίες της γρηγοριανής μουσικής .Είναι μια παράσταση που συνιστώ μια
παράσταση που έκτισε η Βαλεντίνη Λουρμπά και οι ηθοποιοί την υποστήριξαν
 

Δημοσιεύεται στην εφημερίδα Εθνική Ηχώ .

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά

 Γιώργος Χρονάς.

 Τα "Μαύρα Τακούνια" είναι ένα ερωτικό κάτοπτρο που αντικατοπτρίζει αισθήματα, ένστικτα και εμπειρίες. Ο κόσμος τους είναι πραγματικός και συμπαγής και συνδέεται με πικρά δάκρυα και μοναξιά…

Επειδή υπάρχει αλήθεια δεν δημιουργούνται μύθοι, τίποτα δεν είναι φανταστικό και γι’αυτό δεν φθείρεται….

Ο έρωτας είναι μια αυθαίρετη και αθέλητη επιλογή τους…Πρόσωπα που κατοικούνται από λαγνεία και δελεάζονται από την καταστροφή…Ο ένας είναι καταδικασμένος να υπάρχει μέσα στον άλλον…

Οι γυναίκες βλέπουν στον καθρέφτη τη ζωή που σταματά, τη χαμένη νεότητα, την ομορφιά από τις στιγμές που χάθηκε, τον πόνο.. Καταλαβαίνουν την ευτυχία αφού την χάσουν… Και σχοινοβατούν τελετουργικά προς το πένθος…

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Βαλεντίνη Λουρμπά
Μουσική επιμέλεια: Μιχάλης Σαρημανώλης

Παίζουν:
Ειρήνη Γεωργίου, Γιάννης Κωσταράς, Ελένη Μπέη και Όλγα Στέφου.

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά


















Γιούλη Χρονοπούλου

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά στο θέατρο Εκάτη

Η παράσταση «Μαύρα τακούνια» στο θέατρο Εκάτη περιέχει πολλά στοιχεία άξια θαυμασμού. Πρώτα – πρώτα η δημιουργία του ίδιου του έργου: πρόκειται για συνένωση ποιημάτων του Γιώργου Χρονά από πολλές διαφορετικές συλλογές με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει τελικά ενότητα, συνέχεια, ομαλότητα, θάλεγα ιστορία, ακόμη και πρόσωπα με υπόσταση, αν όχι χαρακτήρες. Η συρραφή είναι τόσο πετυχημένη, ώστε οι ραφές είναι αόρατες. Η δημιουργική αυτή παρέμβαση οφείλεται στη σκηνοθέτιδα της παράστασης Βαλεντίνη Λουρμπά, που επανειλημμένα έχει αποδείξει το θεατρικό της ένστικτο και τη δραματουργική της σκευή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τοποθετεί τους ποιητικούς διαλόγους της σε ένα πορνείο και τους μοιράζει σε 4 πρόσωπα, την ιδιοκτήτρια του πορνείου, μια νεαρή και μια ωριμότερη πόρνη, καθώς και έναν άντρα απροσδιόριστης υπόστασης, ίσως απλώς εκπρόσωπο του φύλου του, ίσως Τρελό, όπως το πρόγραμμα της παράστασης  υποδεικνύει.
Η παράσταση είναι εξαιρετικά ατμοσφαιρική, καθώς άλλωστε υποβοηθείται και από το «φυσικό» σκηνικό, το ίδιο το θέατρο «Εκάτη», που φροντισμένο από την ιδιοκτήτρια Βαλεντίνη Λουρμπά με τα παλιά σκαλιστά, ιδιαίτερα έπιπλα, τις δαντέλες και τα θεατρικά κοστούμια, τα μακριά φορέματα και τα μανσόν, το πιάνο, τους καθρέφτες, τον υποβλητικό φωτισμό, τα μικρά, διάσπαρτα αντικείμενα, σε μεταφέρει σε άλλην εποχή, σε κατακτά και σε παγιδεύει εντός του. Όλος ο χώρος του θεάτρου χρησιμοποιείται από τους ηθοποιούς σε μικρές, χαρακτηριστικές, επιμελημένες στη λεπτομέρειά τους κινήσεις. Στην όλη ατμόσφαιρα συμβάλλει σημαντικά και η μουσική, εύστοχα επιλεγμένη από τον Μιχάλη Σαρημανώλη (από Ραχμάνινοφ μέχρι Κοέν), επιδέξια φωτισμένη από το πονετικό, συχνά σπαρακτικό, τραγούδι της Ειρήνης Γεωργίου (ποιήματα του Χρονά μελοποιημένα από Χατζηδάκη, Μαρκόπουλο, Ανδρέου, Καρακατσάνη).
Το σκηνικό του πορνείου μοιάζει νάναι το κατάλληλο για να αναδείξει την ατμόσφαιρα του έρωτα και του θανάτου, που ο λόγος του Χρονά διακονεί. Μοιάζει νάναι το κατάλληλο για να υπογραμμίσει την έννοια του περιθωρίου, τον πολιτισμό της εσοχής, που η ποίηση του Χρονά καίρια αιχμαλωτίζει. Οι διάλογοι, οι μονόλογοι, που εναλλάσσονται στη σκηνή δεν φωτίζουν μόνο τα πρόσωπα αλλά κυρίως τη συνολική κατάσταση, την αίσθηση του μοιραίου και του αδιεξόδου. Φέρνουν στο προσκήνιο όσα βρίσκονται στο παρασκήνιο, όσα κινούνται περιθωριακά, όσα αχνοφαίνονται πίσω από τις χαραμάδες. Μεγαλώνουν τα γράμματα των υποσημειώσεων της ζωής, μεγεθύνουν τις λεπτομέρειες της ύπαρξης κάποτε βρόμικες και θλιβερές, ακόμη και ποταπές. Δίνουν φωνή στις σιωπές, φωτίζουν τις σκιές. Προβάλλουν τις αντιηρωικές μορφές των ανθρώπων του υπογείου και της συνενοχής, που μπορεί να μην καταφέρνουν ν’ αφήσουν ίχνη από το πάτημά τους, χαρακιές από το διάβα τους, είναι όμως οι ίδιοι βαθιά χαραγμένοι, καίρια σημαδεμένοι από την προσπάθεια, από την πληγή, από τη σκέψη. Οι από σκηνής διάλογοι και μονόλογοι κάνουν κραυγή τη μύχια σκέψη τους, τη σκοτεινή ενοχή τους, την ανείπωτη επιθυμία τους, την ανεκλάλητη παραφορά τους, που άλλοτε τους φέρνει κοντά στο θάνατο, άλλοτε κοντά στη μετάνοια κι άλλοτε κοντά στον πραγματικό εαυτό τους, στις διχασμένες αλλά και διψασμένες ψυχές τους, που οικειωμένες με τον αγοραίο έρωτα κάποτε επιζητούν την αγάπη. Ανασύρουν από τη λήθη ψυχικά τοπία της ερημίας, της μοναξιάς. Δίνουν υπόσταση σε φευγαλέα, δειλά όνειρα, θολά, αμφίβολα αισθήματα.
Το έργο είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς που ξεβράστηκαν απ’ τα απόνερα της ύπαρξης, που έζησαν στο σκοτάδι και στη μοναξιά, σ’ αυτούς που αναλώθηκαν σε σχέσεις παροδικές, σε λάμψεις φευγαλέες. Και μ’ αυτή την έννοια μοιάζει παράξενο που μας αγγίζει όλους, μας προβληματίζει και για το γύρω μας και για το μέσα μας, μας βυθίζει σε περιοχές μυστηριακές, μας κάνει να τυλίγουμε και να ξετυλίγουμε μαζί με τον Τρελό του έργου το μίτο της ύπαρξης και του χρόνου, να αναγνωρίζουμε στο τραγούδι της σενιόρας Νόρας τους δικούς μας καημούς, να φθάνουμε στην άκρη του βράχου μαζί με τη Βεργίνα, να ανάβουμε τα κεριά μαζί με τη νεαρή Σώτη, που δεν σώθηκε, να ρίχνουμε τα βέλη μας έξω από το στόχο μαζί με τους ήρωες, για να εξέλθουμε νικημένοι από το άνισο παιχνίδι με τη ζωή και το χρόνο.Το έργο μας υπενθυμίζει τη ματαιότητα, μας βασανίζει με τους στοχασμούς του, μεστά και υποβλητικά ειπωμένους απ’ όλους τους ηθοποιούς: την Ειρήνη Γεωργίου στο ρόλο της Νόρας, ηθελημένα ισορροπημένη ανάμεσα στη σκληρότητα και τη συμπόνια, αλλά και την εσωτερική αναζήτηση την ώρα του τραγουδιού, την Ελένη Μπέη στο ρόλο της Βεργίνας, πειστική, εύθραυστη, πονεμένη, ακροβατικά έτοιμη και μαζί άτολμη για την «απόδραση», την Όλγα Στέφου στο ρόλο της Σώτης, ήρεμη και εσωτερική, ακόμα διαποτισμένη από αισθήματα, (όλες με αισθαντικές κινήσεις και αισθαντική εμφάνιση, οριακά ισορροπημένες πάνω σε μαύρα τακούνια), τον Γιάννη Κωσταρά στο ρόλο του Τρελού, αρκούντως αινιγματικό και φιλοσοφημένο, με εσωτερικευμένο στοχασμό.  
Κι ακόμη, παρότι το έργο ανακαλεί την ατμόσφαιρα περασμένων δεκαετιών, του 50 ή του 60, μ’ έναν παράξενο τρόπο σε επαναφέρει στο παρόν είτε με τις αναφορές στη φτώχεια, τη στέρηση, την ταπεινότητα και τα ρημαγμένα όνειρα, που μοιάζουν να επανέρχονται βίαια στις μέρες μας είτε κυρίως με τη διαρκή υπενθύμιση των αδικαίωτων ανθρώπινων πόθων, του μάταιου της ανθρώπινης ύπαρξης, του κεριού που θα σβήσει για πάντα όσο δυνατά ή όσο αχνά κι αν φώτιζε….

Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας

Δημοσιευεται :
ΝΟΥΜΑΣ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ΄


«Δανειστές» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο θέατρο «Εκάτη»

    Από τον κριτικό και θεατρολόγο Κωνσταντίνο Μπούρα
Η κατάχρηση εξουσίας στις σχέσεις των ανθρώπων, ειδικά εκείνων που μας αγαπούν και μας έχουν αδυναμία, καθιστά δύσκολη – αν όχι ανέφικτη – τη στενή συζυγική συνύπαρξη ανήσυχων ατόμων. Κι ακόμα δυσκολότερα γίνονται τα πράγματα όταν ο ένας από τους δύο ή και οι δύο είναι καλλιτέχνης ή λογοτέχνης. Εκεί το άθλημα απαιτεί υψηλές επιδόσεις κατανόησης του άλλου, συμπάθειας, ειλικρινούς φιλίας κι αλληλοεκτίμησης προκειμένου να μην βυθιστεί ο Τιτανικός του ιερού δεσμού που συνάπτεται συν τω χρόνω μεταξύ ψυχών και σωμάτων τών συνυπαρχόντων. Ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ ειδικεύτηκε (για τους δικούς του ψυχαναλυτικούς λόγους) με το μίσος που ολοένα και βαθαίνει ανάμεσα σε συζύγους που τους χωρίζουν κοινωνικές διαφορές ή φιλοδοξίες, αλαζονείες κι έλλειψη μετριοπάθειας. Ο «Πατέρας» είναι ένα μεγαλειώδες έργο, μνημείο αγεφύρωτων συγκρούσεων στα πλαίσια της κυτταρικής οικογένειας και δυσαναπλήρωτων χασμάτων στις ψυχές των ατόμων. Η συλλογική ανθρώπινη ψυχή εν τούτοις πάσχει σε κάθε επιμέρους πληγή που δέχεται στον κορμό της, ακριβώς όπως ένα δέντρο γνωρίζει πολύ καλά τον πόνο και τη δυσφορία κάθε φύλλου του.
Στους «Δανειστές» ένας πρώην κι ένας νυν σύζυγος αναμετρούνται με το διαβολικό θηλυκό, που ξέρει μόνο να παίρνει και να βαμπιρίζει πάνω στους άλλους, δεν στερείται όμως αισθημάτων και στοργής για τα ταλαίπωρα αρσενικά που απομυζά. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ο μισογυνισμός του Στρίντμπεργκ και η βαθιά του αποστροφή για το γυναικείο σώμα που το παραλληλίζει με το πρησμένο κορμί ενός αφύσικου εφήβου αγοριού.
Η Βαλεντίνη Λουρμπά έστησε στο ιδιαίτερα ποιητικό θέατρο «Εκάτη» επί της οδού Εκάτης (λίγο πιο πάνω από την πλατεία Κυψέλης) μια ιδιαίτερα λιτή, ατμοσφαιρική, υποβλητική παράσταση ουσίας, όπου αναδείχτηκαν (σε χαμηλούς τόνους) όλα τα επίπεδα του ερεβώδους κειμένου των «Δανειστών» του σκανδιναβού Ευριπίδη που λάμπρυνε με το μαύρο του φως την δραματουργία του εικοστού αιώνα. Το μίσος ως αρνητικό της αγάπης. Η εχθρότητα ως αντικατοπτρισμός της φιλότητας. Ο έρωτας ως αντίδοτο και προθάλαμος του θανάτου. Η ανημπόρια του απομυζημένου συζύγου εκφράστηκε με απόλυτα αισθητικά πλαστικό τρόπο από τον εξαίρετο ηθοποιό Παναγιώτη Κατσίκη. Μετρημένος και συνεπής στις ψυχικές διακυμάνσεις τού ρόλου τού πρώην συζύγου που ζητάει πίσω τα ρέστα του, ο Γιάννης Πάρτογλου υποδύθηκε το Κακό σε όλες του τις εκφάνσεις της λεκτικής και ψυχολογικής βίας. Η Φίλια Δελαγραμμάτικα ισορρόπησε επιτυχώς μεταξύ του διαβολικού θηλυκού, της ερωτιάρας γυναίκας και της συμπονετικής συζύγου. Η ζυγαριά δεν έκλινε ούτε στιγμή προς την πλευρά της απάνθρωπης απονιάς κι αυτό έσωσε το δραματικό πρόσωπο τής δευτεροπαντρεμένης συγγραφέως από την αντιπάθεια του θεατή, δίνοντάς του το έναυσμα ακόμα και να ταυτιστεί στανισλαβσκικά μαζί της. Εύγε σε όλους. Η μετάφραση ήταν της έμπειρης στα στριντμπεργκικά κείμενα Μαργαρίτας Μέλμπεργκ. Μέσα στην αχλύ τού σκανδιναβικού εσωτερικού τοπίου οι φωτογραφίες του Κοσμά Πανωρίδη.

Οδός Πανός, τχ. 156 Κωνσταντίνος Μπούρας

                                                                                                  Χαρά Κιούση
Οι Δανειστές του Στρίντμπεργκ, έργο του 1880, συναντώνται σε μια κλειστή βεράντα παραθαλάσσιου ξενοδοχείου.
Είναι πρόσωπα αινιγματικά, ξαφνιάζοντάς μας  με την αντιφατικότητα και την ανακολουθία των συναισθημάτων τους
Η Θέκλα, συγγραφέας φιλάρεσκη, και πολυγαμική εγκαταλείπει τον άνδρα της Γκούσταβ που την είχε διαπλάσει για τον Άντολφ, έναν ζωγράφο , τον οποίο απομυζά οικονομικά και τον εξουθενώνει αργότερα ψυχικά.
Ο Γκούσταβ τους εκδικείται "αφού πρώτα θα στυλώσει τον Άντολφ στα πόδια του για να έχει την ικανοποίηση πως τον σκότωσε ο ίδιος, προκαλώντας του μέσω της υποβολής, επιληπτική κρίση".
Στον όμορφο χώρο, με το έντονο προσωπικό γούστο, έχω την αίσθηση πως η αμήχανη σκηνοθεσία δεν κατάφερε να αναδείξει τον υψηλό λόγο του συγγραφέα με το "ασθμαίνων μίσος" τα δάνεια ζωής και τον διαμελισμό των ψυχών.
Ωστόσο θα παινέσουμε τις φιλότιμες προσπάθειες των πρωταγωνιστών και την προσφορά του προγράμματος με όλο το κείμενο σε όλους τους θεατές.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία.......................Β. Λουρμπά
Ερμηνεία
Π. Κατσίκης
Γ. Πάρτογλου
Φ. Δελαγραμμάτικας
Γιούλη Χρονοπούλου

Οι «Δανειστές» του Στρίντμπεργκ στο θέατρο Εκάτη

Το έργο:
Τα χρέη στο έργο «Οι Δανειστές» του μεγάλου Σουηδού δραματουργού Αύγουστου Στρίντμπεργκ δεν είναι χρέη οικονομικά. Τα δάνεια είναι ψυχικά, οι επιταγές καλύπτουν ή αφήνουν ακάλυπτη τη ζωή, οι χρεώστες οφείλουν ευγνωμοσύνη.
Τα χρέη στους «Δανειστές» δεν είναι ληξιπρόθεσμα, είναι μακράς πνοής, ακολουθούν τους εμπλεκόμενους στις περίπλοκες διαδρομές τους και μ’ έναν τρόπο μεταβιβάζονται στο θεατή. Είναι δάνεια ανεκτίμητης αξίας, ξεπληρώνονται δύσκολα… Ταυτόχρονα διαπλέκονται με το αιώνιο παιχνίδι των φύλων, με τη διεκδίκηση της αγάπης.
Το έργο έχει θέμα το αρχετυπικό τρίγωνο. Μια γυναίκα διεκδικείται (ως χρέος, ως δάνειο;) από δύο άντρες. Εδώ όμως δεν πρόκειται για τον κλασικό συνδυασμό (σύζυγος, εραστής), αλλά για δύο συζύγους (τον νυν και τον πρώην) και - με μιαν έννοια - δυο εραστές (τον πρώην, που στην πορεία έγινε σύζυγος, και – θάλεγε κανείς - τον επόμενο, όπως τουλάχιστον ευελπιστεί να γίνει ο πρώην σύζυγος). Μ’ έναν τρόπο και οι τρεις είναι δανειστές (ή δωρητές;): ο πρώτος σύζυγος, ο καθηγητής Γκούσταβ, έδωσε στη γυναίκα, τη Θέκλα, γνώσεις, φίλους, ανεξαρτησία, κοινωνική θέση, ο νυν σύζυγος, ο ζωγράφος Άντολφ, της έδωσε τη συγγραφική της υπόσταση, κοινωνική αναγνώριση, εξύψωση μέσω της τέχνης κι εκείνη τους χάρισε (;) τον έρωτα… Κι ακόμη ο πρώην σύζυγος διεκδικεί το χρέος του από τον άλλον άντρα (τη σύζυγο που έχει χάσει).
Ο Στρίντμπεργκ πάντως θεωρεί ότι εκείνη που κυρίως χρωστά και οφείλει να ξεχρεώσει είναι η γυναίκα. Στο έργο αποτυπώνει τη δική του απογοητευτική εμπειρία από τρεις αποτυχημένους γάμους και την οριστική – καθώς φαίνεται - απαξίωση για το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα εμφανίζεται να περιπαίζει τους άντρες, να τους περιγελά, να τους εκμεταλλεύεται, να παίρνει χωρίς να δίνει, να δανείζεται χωρίς να ξεπληρώνει, να οπισθογραφεί με άνεση ακάλυπτες επιταγές, αθετώντας επιπόλαιες υποσχέσεις, να εισπράττει χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες. Εμφανίζεται κυνική, είναι το ισχυρό φύλο, κρατά στα χέρια της την τύχη των ανδρών. Οι άντρες υποφέρουν, βασανίζονται από ζήλεια, από αδιέξοδα, από νέκρωση της δημιουργικότητας, από «στειρότητα». Η πάλλουσα ανησυχία των ψυχών ανήκει σ’ αυτούς. Κι όμως είναι αυτοί (και οι δύο) που πρόσφεραν γενναιόδωρα (;) την προστασία και τις ευκαιρίες στη γυναίκα, ώστε να αναδειχθεί εκείνη και τελικά να αυτονομηθεί και να αντιστρέψει την εξάρτηση. Αυτή η δωρεά γίνεται τώρα ανεξόφλητο χρέος, καθώς εξακοντίζεται στην απαγορευμένη περιοχή της αχαριστίας. Απαιτεί αντάλλαγμα.

Η παράσταση:
Στον υπέροχο χώρο - σκηνικό του θεάτρου Εκάτη αναβιώνει μ’ έναν ιδιαίτερα ατμοσφαιρκό τρόπο το έργο του Στρίντμπεργκ. Η εξαιρετικά προσεγμένη παράσταση αναδεικνύει με μαεστρία την εσώτερη ψυχική κίνηση των ηρώων, την ταραχώδη εσωτερική διαδρομή των πνευμάτων τους, την υπόγεια τρικυμία των διανοημάτων τους, αλλά και τα πολυάριθμα παιχνίδια προσωπείων και εξαπάτησης, που κατακλύζουν το έργο. Γιατί οι ρόλοι δεν είναι ξεκάθαροι από την αρχή, οι ταυτότητες δεν έχουν πλήρως αποκαλυφθεί, ο πρώην σύζυγος εμφανίζεται στον νυν με άλλο προσωπείο, κι έτσι το παιχνίδι αληθούς – ψευδούς (μάλιστα εντός του κατά σύμβαση ψευδούς θεάτρου) είναι κυρίαρχο στο έργο.
Το παιχνίδι της εξαπάτησης βρίσκεται συνεχώς επί σκηνής, όντας και αυτό αιώνιο και διαρκές, παιχνίδι στο οποίο εμπλέκεται υποχρεωτικά και ο θεατής λόγω της θέσης
του, καθώς καλείται να ερμηνεύσει, να αποκωδικοποιήσει, να δει πίσω από τα προσωπεία, να διαγνώσει προθέσεις, να κάνει υποθέσεις, να υπερβεί το λόγο, το φαινόμενο και να εισχωρήσει σε εσώτερες στοιβάδες μέσω ωστόσο του λόγου, του φαινομένου, παρότι – είναι αλήθεια – πως γνωρίζει (όπως και στην αρχαία τραγωδία) περισσότερα από τους ίδιους τους ήρωες. Τα πρόσωπα είναι και - μ’ έναν τρόπο - δεν είναι αυτό που βλέπουμε, κυρίως ο πρώην σύζυγος και η γυναίκα, καθώς ο πρώτος κρύβει την ταυτότητά του από τον νυν σύζυγο (και αναγκαστικά και από τον θεατή) στην εναρκτήρια σκηνή του έργου, ενώ η δεύτερη παίζει (ή παρουσιάζεται να παίζει) διαρκώς ένα διπλό παιχνίδι είτε ως παρόν πρόσωπο είτε ως απόν είδωλο. Οι δύο άντρες στήνουν επίσης ένα παιχνίδι εξαπάτησης – παγίδευσης προς τη γυναίκα, η οποία με τη σειρά της μοιάζει να παίζει και με τους δυο τους (καθώς αναφέρεται η ακατάπαυστη διάθεσή της να φλερτάρει με άλλους) και ταυτόχρονα να τους αγαπά.
Οι ηθοποιοί φορούν «τη μάσκα» του ήρωα και ταυτόχρονα «τη μάσκα της μάσκας» του ήρωα που υποδύονται. Κατ’ αυτήν την έννοια πρόκειται για ρόλους εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθούν, που εν προκειμένω ευτύχησαν κάτω από τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Βαλεντίνης Λουρμπά να ενσαρκωθούν με πειστικότητα και πληρότητα από τους τρεις ηθοποιούς: τον Γιάννη Πάρτογλου στο ρόλο του πρώην συζύγου, που καταφέρνει να βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα δρώμενα, να προκαλεί και να υφίσταται, να αποστασιοποιείται και να καταβυθίζεται, να καθοδηγεί τη δράση και να αποτελεί μέρος της, τον Παναγιώτη Κατσίκη στο ρόλο του νυν συζύγου, που μεταδίδει τον εσωτερικό σπαραγμό του, τη μεταβαλλόμενη διάθεσή του, την τρικυμισμένη υπόστασή του, την ευάλωτη και ασταθή καλλιτεχνική φύση του, και τέλος, την εξέχουσα Φίλια Δελαγραμμάτικα, που παρασταίνει με φυσικότητα, φιλαρέσκεια, ζωηρότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση τη μοιραία γυναίκα, κομίζοντας με την πολυαναμενόμενη είσοδό της στη σκηνή έντονη ενεργητικότητα, τόση ώστε να αποτυπώνεται και να δικαιολογείται η αναστάτωση που έχει ήδη προκαλέσει στις ψυχές των ανδρών.
Το έργο εκτυλίσσεται ως μια αγωνιώδης ψυχολογική αναμέτρηση, που κρατά μετέωρες απορίες, γεννά ερωτηματικά και αποπνέει μιαν ατμόσφαιρα εκρηκτικής αναμονής, που παραμένει αιωρούμενη ως το (ατελές, δηλαδή πολλαπλών ενδεχομένων και ανοιχτών λογαριασμών) τέλος.
Πρόκειται για έργο περίπλοκο και βαθιά εσωτερικό, με σημαντικές επομένως δυσκολίες στο ανέβασμά του. Η παράσταση στο θέατρο Εκάτη, ωστόσο, τα κατάφερε. Η Βαλεντίνη Λουρμπά με τη φιλολογική της διεισδυτικότητα και τη θεατρική της επάρκεια το σκηνοθέτησε με ευστοχία και υποβλητικότητα.
Οι επιλεγμένες σκηνοθετικές υπογραμμίσεις της ανοίγουν πόρτες ερμηνευτικές. Τα βελάκια, λόγου χάριν, που πετά ο Γκούσταβ στη διάρκεια της παράστασης σημαδεύουν περισσότερο από το στόχο την καρδιά του ανταγωνιστή του, την πορεία των πραγμάτων, την αντίληψη του θεατή.
Η διαρκής «παρουσία», από την άλλη, της γυναίκας στη σκηνή (κι όταν αυτή απουσιάζει) δεν εμφαίνεται μόνον από το γεγονός ότι αποτελεί συνεχή αναφορά στα λόγια των αντρών, αλλά και από την ύπαρξη δυο απεικονίσεών της, ενός δυναμικού και ευμεγέθους πορτρέτου και μιας γλυπτής προτομής (τα δυο στάδια της καλλιτεχνικής εξέλιξης του συζύγου της). Η Θέκλα είναι πάντα παρούσα στη σκηνή είτε ως φυσική παρουσία είτε ως αναφορά είτε ως αναπαράσταση μέσα από τον πίνακα αλλά και το γλυπτό, συχνά παρούσα δι’ όλων των τρόπων (βλέπεις ταυτόχρονα 3 Θέκλες: τη ζωντανή, τη ζωγραφιστή, τη γλυπτή κι ακόμα παραπέρα τη Θέκλα μέσα στους άντρες που τη διεκδικούν αποκλειστικά, τη Θέκλα παντού). Η σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά εξαίρει αυτή την πανταχού και διαρκή παρουσία, σ’ένα ούτως ή άλλως έντονα τριαδικό έργο, που μιλά για ένα ερωτικό
τρίγωνο, με τους τρεις πρωταγωνιστές του (τις τρεις ακμές του) να αποτελούν τα μόνα σκηνικά πρόσωπα (αλλά και τα μόνα αναφερόμενα πρόσωπα), με τις τρεις σκηνές του να συνίστανται από τρεις αντίστοιχα διαλόγους ανάμεσα στους τρεις συνδυασμούς των πρωταγωνιστών (οι δύο άντρες μεταξύ τους, η γυναίκα με καθέναν από τους δυο).
Το έργο (και ο Στρίντμπεργκ) σπαράσσεται από πάθη. Και η Βαλεντίνη Λουρμπά σκηνοθετεί επίσης παθιασμένα κάνοντας να αναδυθεί ο συμπυκνωμένος ατμός από το φελλό του μπουκαλιού, που τόσο συχνά ανοίγει στη διάρκεια του έργου για να κατεβεί στα σωθικά των ηρώων και να εξατμιστεί εξαγνισμένος στο θέατρο. Το ίδιο το θέατρο ως φυσικός χώρος συμβάλλει στη δημιουργία ατμόσφαιρας, καθώς αποτελεί και το σκηνικό του έργου
Ο ίδιος ο δραματουργός ονόμασε αυτό το έργο του τραγικωμωδία, γιατί προφανώς έβλεπε και τη γκροτέσκα, σαρκαστική πλευρά του πράγματος, του μάταιου δηλαδή παιχνιδιού, του καταδικασμένου «κρυφτού» ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος.
Η παράσταση του δυνατού ομολογουμένως αυτού έργου μάς …δανείζει έστω για λίγο κάτι από τα πάθη των ηρώων του, τις αναπάντητες αγωνίες τους, την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των σκηνών του. Στη Βαλεντίνη Λουρμπά (και τους συνεργάτες της) …χρωστάμε μια σημαντική θεατρική εμπειρία, τη ζεστασιά της υποδοχής και της φιλοξενίας στο γοητευτικό χώρο της, αλλά και τη σταθερή προσφορά της στα θεατρικά πράγματα με τις πάντοτε σοβαρές και προσεκτικές επιλογές της,
Λένε πως ο Στρίντμπεργκ, ο οποίος ήταν ευρυμαθέστατος και πολυπράγμων, στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με την αλχημεία προσπάθησε να δημιουργήσει χρυσάφι. Φαίνεται πως (μ’ αυτό το έργο και - θα πρόσθετα αναχρονιστικά - μ’ αυτήν την παράσταση) το κατάφερε…
Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας

Δημοσιεύεται στην εφημερίδα "ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ"
Κυριάκος Βαλαβανης
θέατρο ΕΚΑΤΗ "ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ" του Αυγουστου Στριντμπεργκ
Σε μιαν ατμοσφαιρα αναλόγου περιβαλλοντος συγκερασμού προσκλησεως τερψεως στοχασμού , ήρεμης  διαμαρτυρίας θορυβου , σιωπής εντονων νυξεων  και συμβατικης λογικης  των σχέσεων και ανταλλαγής απόψεων ελεχθησαν σε μιαν αισθητικη απόλαυση επικοινωνιας και μεθεξεως ιδιαιτερων στιγμών απόψεις θεατών και αθεάτων σκηνών ζωής  μ' ενα ύφος  και ποιότητα καποτε αληθινων ωρών αποτιμήσεων και άλλοτε αντιφατικων και εκφραστικής αναληθείας αναπαραστατικα γεγονότα φολκορικων διαστροφων. Σπουδαιος ο μονολογος  ή διάλογος των συνομιλητων  όπου το σκηνοθετικο περιβαλλον και η ανταλλαγή  και επιμελεια της ολης ατμοσφαιρας  ήτο οικεία και καλλιτεχνική και αυτή επληρωνε τη μελαγχολικη νοσταλγια , γαληνη εικόνες ακολαστες ,εσωτερικης νομοτελειας, πάθους , λαχταρας ανανεωτικής φρασκαδας ευαισθησια και απλοτητα. Το περιβάλλον αυτο το έστησε και το επιμελήθηκε η σκηνοθετιδα και επιμελητρια Βαλεντινη Λουρμπα.
Το αγγιζομενο θέμα του συγγραφεως Α. Σ. γνωστο απο καταβολης  κοσμου αφου ανεκαθεν καποιοι μας δάνειζαν και οι δανειζομενοι στη συμφωνία των μερών μας και την δυσαρμονια των σχέσεων μέσα σε μιαν αέναη σύγκρουση και ανταλλαγή  συγκρουσεων κρυωναν τις ζεστες ανθρωπινες γωνιες τους. Μεσα σε αυτό το κλιμα των εντυπώσεων της βιωματικης θεωρησεως την πολυπροσωπη σύνθεση των απόψεων αληθειας και ψευδους μας επηρεάζει και με των ετεροκλητων προτάσεων μνημονευει το γνωστο αγνωστο του μυθου μυστηριο ο δανειστης προκειμενου να ερεθισει το δανειζομενο με τον συνδυασμο των αντιφασεων του.
Ενα έργο βαρυ ευθυνης διαχρονικο κάποτε πολυδαίδαλο ή και δυσερμηνευτο που μεσα στην περιπλανωμενη μνημη του καλεισαι στα σημεια αναφορας του να ανταποκριθείς  ή στην αίσθηση του μυστηριου με μιαν με μιαν αλληγορικη εξηγηση. Σε αυτο το πολυδαίδαλωδες έργο όλοι εσεις με την επιμελητρια και σκηνοθετιδα Β.Λ. μέσα σε μιαν ιδιαιτερη πλαστικοτητα μυστικου διαλογου ψυχής αποκρυπτογραφησατε το μυθο του και με την προσωπικοτητα σας αφήγηση ή όλων των συντελεστών προσδιορίσατε το μέγεθος  της ευθυνης. Περαν από τον πολυ σπουδαίο ρόλο της σκηνοθετιδος Β.Λ.  με βλέμμα οικείωσης το περιέβαλλον όλοι οι συντελεστες μουσικης , χορογραφιας επιμελειας ήχου φωτισμού κλπ.
Τέλος  ο ρόλος των ηθοποιων  όχι γιατι ανήκουν στους επωνυμους έδωσαν ένα αποτέλεσμα βιωματικης θεάσεως και ουσιας .΄Ητο μετοχοι στη μορφή τη σκεψη στα βιωμένα σχήματα της εξελικτικής πορειας του νεοσυμφραζομενου αποτελεσματος. Υποδειγματική η τεχνική  τους ελεγχόμενη καθε κινηση τους εστιασαν απόλυτα την πηγη της εσωτερικης θελησεως του πρωτεργάτη την απαίτηση και με την πληροτητα των διατυπωσεων τους κυριαρχησε το πνευμα  και οι αισθησεις τους, στου μυθικου και ερωτικου στοιχειου και συμβολου της αληθινες ή μυθικες διαστασεις το δομικο αποτελεσμα. Η Βαλεντινη Λουρμπα επιμελητρια το πειθαρχημενο επιτελειο των συντελεστων εναρμονισθηκε απόλυτα εις την ισορροπια ταξη αισθητικη της  παιδεια και σαν παθιασμενοι της τεχνης συνεργατες σου περασαν τα μυθικα τους περασματα τους. Εξαιρετικος ο Παναγιωτης Κατσικης στο ρολο του ερωτευμενου καλλιτεχνη, πειστικοτατος ο Γιαννης Παρτογλου στο ρολο του σατανικου πρωην συζυγου και εξαιρετικη η Φιλια Δελαγραμματικα στο ρόλο της μοιραιας γυναικας. Μια παρασταση που την συνιστω
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ 

 ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΑΤΗ  ΄΄ ΟΙ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ ΄΄  ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ
              Σκηνοθεσία – καλλιτεχνική επιμέλεια : Βαλεντίνη Λουρμπά

                                                Του Πάτροκλου Λεβεντόπουλου

               Σήμερα, κάπου περισσότερο πλέον από εκατό χρόνια από την γέννηση του Στριντμπεργκ , ο λόγος του παραμένει εξ ίσου σχεδόν επίκαιρος και διαφωτιστικός από την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα στις αρχές του 20ου αιώνα. Η διεισδυτική ματιά του ακόμη και σήμερα κεντρίζει και κλονίζει δημιουργικά τα στερεότυπα της επιτηδευμένης μας ηθικής που αποτελεί την ΄΄πολιτισμένη΄΄ μας πρόφαση, το άλλοθι ενός πρωτόγονου εγωισμού και μιας ανεξέλεγκτης ματαιοδοξίας.
Η παράσταση στην θέατρο Εκάτης ευτύχησε τόσο σαν δραματουργική επιλογή, όσο και στην  υλοποίησή της κάτω από την έμπειρη καθοδήγηση της κ Λουρμπά που με εμπεριστατωμένη λιτότητα έστησε την σκακιέρα των ηρώων της και με προσήκουσα ευλάβεια στο κείμενο άφησε να ξετυλίγεται ο μίτος της Αριάδνης εστιάζοντας στην απρόσκοπτη εκφορά του λόγου που δικαιώθηκε από αυτήν την επιλογή της. Οι ηθοποιοί
Κινήθηκαν με φυσικότητα και με αυθόρμητη εξωτερίκευση του συναισθήματος συνενοχής
Που απαιτούσε ο ρόλος, εξισορροπώντας έτσι τις ψυχολογικές αντιφάσεις και ψυχικές
Μεταπτώσεις των ηρώων με μια  πικρίζουσα  κωμική απόχρωση. Η σκηνογραφία αποδείχτηκε επαρκής και λειτουργική ενώ αυτή η ίδια διαμόρφωση του θεατρικού χώρου
Λειτουργούσε σαν προέκταση της σκηνής σε μια ενιαία ατμοσφαιρική σύνθεση που παραπέμπει σε κλασικίζον μπαρόκ του περασμένου αιώνα.
Το έργο φέρει όλη την κλασική προβληματική του Στριντμπεργκικού θεάτρου και με  μια αριστοτεχνική οικονομία εκθέτει τα σκοτεινά κίνητρα της απληστείας του ανθρώπινου εγώ που επεκτείνει και  ολοκληρώνει την αυταρέσκειά του υπονομεύοντας την ευτυχία των συνανθρώπων του ή υποθάλποντας τον κανιβαλισμό των ανταγωνιστών του με μακιαβελική πανουργία και απάτη.
 Η αποδόμηση ενός γάμου συντελείται πρώτα στο μυαλό των εύπιστων ή  αφελών ανθρώπων σαν μια θεραπεία ανάνηψης από μια χρόνια πάθηση. Τόσο ο συκοφαντών όμως όσο και ο παραπλανημένος σύζυγος είναι εξ ίσου συνένοχοι από μια παράξενη συμπάθεια
Που μια σύμπτωση σαν κακοήθης πρόνοια ενεργοποίησε, άρα διαφεύγει από το απόλυτο
Μέγεθος ενός ολοκληρωμένου σατανικού σχεδίου. Η εξιδανίκευση του αντικειμένου του πόθου μας συνεπάγεται εύλογα την κτητική μας αποκλειστικότητα σ αυτόν και στο σημερινό μας βλέμμα δεν αθωώνει τον πλανημένο ευαίσθητο σύζυγο που γρήγορα αποδεικνύεται ανακόλουθος στο ανιδιοτελές του πάθος στην Θέκλα και γίνεται έρμαιο
στα χέρια ενός λογικού και συμπαθέστατου κατά τα άλλα μυστηριώδους ξένου που
σαν  έμπειρος χειρούργος κατακρεουργεί τον ίδιο αλλά και την φιλάρεσκη ενσάρκωση
της  γυναικείας γοητείας στην καρδιά του, παραμορφώνοντας και παραλλάσσοντας τα
γεγονότα σε a priori  αποδεικτικά στοιχεία ενοχής. Η εσωτερική δράση του έργου εξωτερικεύεται και εισπράττεται σαν εκμυστήρευση και αλογόκριτη εξομολόγηση
 δύο  πολιτισμένων Προτεσταντών με την δέουσα αυτοσυγκράτηση που σταδιακά
ξεχειλίζει όσο κυλάει ο χρόνος προαναγγέλλοντας την μεγάλη σύγκρουση. Μια αδιόρατη ανασφάλεια και ανησυχία είναι αισθητή από την αρχή του έργου. Οι αντίπαλοι αναμετριούνται ανά δύο επί σκηνής . Όλοι είναι οπλισμένοι με τα επιχειρήματά τους. Ανιχνεύονται  ψήγματα μισογυνισμού στο κείμενο αλλά ο Στρίντμπεργκ με σαρκαστικό
χιούμορ υπερασπίζεται την αλήθεια των ηρώων του. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα, του άνθρωπου δημιουργού που διαπλάθει την ψυχή και την καρδιά και εν τέλει όλη την προσωπικότητα ενός άλλου ανθρώπου ,μπαίνει στην διαδικασία της αποτίμησης.
Όταν ο Άντολφ μετανοιωμένος με μεταλλαγμένη ψυχοσύνθεση ανατρέχει στην αμέριστη προσφορά του στην Θέκλα και με έκπληξη αυτοελέγχεται ως ορκωτός λογιστής για το τεράστιο έλλειμα στο ισοζύγιο συναισθηματικής και υλικής προσφοράς σ ένα αόρατο βιβλίο εσόδων και εξόδων, ο  συνομιλητής του με θαυμαστή αίσθηση του χιούμορ τον διακόπτει΄΄ και τώρα τι θες, απόδειξη ;
Τι έμπρακτα δικαιώματα έχει ο δημιουργός πάνω στο δημιούργημα του όταν αυτό αυτονομηθεί από αυτόν; Τα ερωτήματα, υπαινικτικά ή άμεσα θα αιωρούνται στην
σκέψη μας μετά την παράσταση σαν τρίξιμο από ένοικους φαντάσματα στο ερειπωμένο σπίτι της καρδιάς μας.
Στο ρόλο του Άντολφ που είναι το βαρόμετρο της παράστασης, ο κ. Κατσίκης απέδωσε τον ευάλωτο και κυκλοθυμικά ιδεαλιστή καλλιτέχνη με το σωστό συγκέρασμα αυθορμητισμού
και συναισθηματικής αναδίπλωσης, ενώ ο μεφιστοφελικά πειστικός και συμπαθής Γκούσταβ του κ Πάρτογλου στην άλλη όχθη διακρίθηκε καταλυτικά πολυσήμαντος και άξιος
υποκριτής  και διαπραγματευτής του Στριντμπεργκικού λόγου. Η κ Φίλια Δελαγραμμάτικα
υποδύθηκε την Θέκλα με σωστή αυτοσυγκράτηση  και  παρρησία χωρίς  να υποτιμήσει
την  θηλυκή φιλαρέσκεια της παραδοσιακά χειραφετημένης Σκανδιναβής ενώ όπως και αρχικά ελέχθη, η επιμέλεια της παράστασης από την κ Βαλεντίνη Λουρμπά απέδειξε την
καλή δουλειά που συντελείται στο μικρό αυτό θέατρο της Κυψέλης, σεμνά και χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά με επιμονή και συνεχή αφοσίωση στις  επιλογές ενός στιβαρού
και απαιτητικού ρεπερτορίου. Π.Λ

Δημοσιεύεται στο περιοδικό "ΝΟΥΜΑΣ"

ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο «Θέατρο Εκάτη»

από την Εύα Στάμου

Έχοντας παρακολουθήσει τη δουλειά τής Βαλεντίνης Λουρμπά τα τελευταία χρόνια, διαπίστωσα ακόμα μία φορά ότι η σκηνοθετική της ματιά παραμένει σύγχρονη, λιτή, και ευρηματική, μακριά από υπερβολές και μελοδραματισμούς, κάτι που κάνει τα έργα που ανεβαίνουν στο Θέατρο Εκάτη να μοιάζουν σαν να γράφτηκαν σήμερα. Η προσέγγισή της Λουρμπά επιτυγχάνει να αναδείξει τους χαρακτήρες στους ‘Δανειστές’ του Αύγουστου Στρίντμπεργκ, ένα έργο σχέσεων, όπου κυριαρχούν ο έρωτας, η ζήλια, ο αντρικός ανταγωνισμός κι η αντιπαλότητα των φύλων.

Οι επιλογές των έργων που ανεβαίνουν στο Θέατρο Εκάτη είναι πάντα ιδιαίτερες. Ο Στρίντμπεργκ που καταπιάνεται με τον ‘πόλεμο’ ανάμεσα στα φύλα και σε άλλα έργα του (‘Ο πατέρας’ (1887), ‘Δεσποινίς Τζούλια’ (1888), ‘Οι σύντροφοι’ (1888), ‘Ο δεσμός’ (1893), ‘Ο χορός του θανάτου’ (1901),) έγραψε τους ‘Δανειστές’ το 1888 με σκοπό να μιλήσει ακόμα μία φορά για την αιώνια αναμέτρηση του άντρα με τη γυναίκα και να εκφράσει τα αντιφατικά αισθήματά του απέναντι στο γυναικείο φύλο --αισθήματα που κινούνται από την έλξη, τη γοητεία και τη λατρεία ως την καχυποψία, την άρνηση, τον μισογυνισμό. Το κείμενο του έργου --που είναι δύσκολο να το βρει κανείς πλέον σε δόκιμη νεοελληνική μετάφραση-- εμπεριέχεται στο καλαίσθητο βιβλιαράκι-πρόγραμμα με τις φωτογραφίες από την παράσταση.

Οι καλοδουλεμένες, σύγχρονες, μετρημένες, και αποτελεσματικές ερμηνείες των τριών ηθοποιών πετυχαίνουν να διατηρήσουν το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο ως την τελευταία ατάκα. Τα αντικείμενα που συνθέτουν το απέρριτο, λειτουργικό σκηνικό, χρησιμοποιούνται από τους ηθοποιούς με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο προκειμένου να τονίσουν εντάσεις, αμήχανες στιγμές ή παύσεις στην επικοινωνία τους.

Στους ‘Δανειστές’ παρακολουθούμε από τη μία τον αγώνα δύο αντρών για την ίδια γυναίκα κι από την άλλη την παθιασμένη αντιπαράθεσή τους μαζί της. Ο νεότερος και νυν σύζυγός της (Παναγιώτης Κατσίκης) ο οποίος παρουσιάζεται άπειρος, αφελής, αποκομμένος από τους υπόλοιπους άντρες και αφοσιωμένος ολοκληρωτικά στην σχέση του με τη γυναίκα, παρασύρεται από τον μεγαλύτερο άντρα (Γιάννης Πάρτογλου) σε εξομολογήσεις που οδηγούν σε ένα συναισθηματικό ξεγύμνωμα που μετατρέπεται σε παραλήρημα. Ο μεγαλύτερος άντρας ύπουλος και εκδικητικός, μηχανορραφεί μετατρέποντας τον αντίπαλο του σε πιόνι προκειμένου να αποδείξει την ‘ανωτερότητά’ του και να του επιβληθεί ξανακερδίζοντας την γυναίκα-τρόπαιο. Η ηρωίδα (Φίλια Δελαγραμμάτικα) εμφανίζεται μέσα από τις περιγραφές των αντρών σκληρή, αδίστακτη και εγωκεντρική, ανίκανη κι απρόθυμη να προσφέρει αληθινά τον εαυτό της.

Είναι όντως έτσι ο γυναικείος χαρακτήρας, ή ο συγγραφέας εκφράζει τον φόβο του σύγχρονου άντρα μπροστά σε μία γυναίκα δυνατή και δημιουργική, που ενδιαφέρεται για την προώθηση της καριέρας της και δεν ακολουθεί το πρότυπο της ‘μητρικής’ συντρόφου που ο ρόλος της περιορίζεται στην φροντίδα, την υποστήριξη και στην ανάδειξη του άντρα; Για να πάρει απαντήσεις σε αυτό και πολλά άλλα ερωτήματα, ο θεατής θα πρέπει να παρακολουθήσει την πρωτότυπη παράσταση στο Θέατρο Εκάτη.
Δημοσιεύεται στην εφημερίδα "ΗΧΩ"


ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΚ

Θέατρο ΕΚΑΤΗ, Εκάτης 11 πλατεία Κυψέλης,
δεύτερη παράλληλος μετά την οδό Κρίσης, τηλ: 210 6401931.
Πρεμιέρα Σάββατο 11 Φεβρουαρίου, ώρα 9 μ.μ.
Παραστάσεις κάθε Σάββατο και Κυριακή ώρα 9 μ.μ.
Τιμή εισιτηρίου 15 ευρώ, φοιτητικά 8 ευρώ
Διάρκεια έργου 1 ώρα και 10 λεπτά.

Παίζουν:
Παναγιώτης Κατσίκης, Φίλια Δελαγραμμάτικα, Γιάννης Πάρτογλου

Καλλιτεχνική επιμέλεια: Βαλεντίνη Λουρμπά


Στους “Δανειστές” του Αυγούστου Στρίντμπερκ, τρεις άνθρωποι ζουν στη λαιμητόμο του πάθους. Δύο άντρες αγαπούν απόλυτα και μισούν απόλυτα μια γυναίκα. Θρυμματίζονται οι ψυχές τους και είναι έρημοι μέσα στην ίδια την ύπαρξη τους.
Ζουν μια θύελλα που ανανεώνεται συνεχώς αλλά πιστεύουν ότι θα είναι ενωμένοι ερωτικά μέχρι τέλους. Η ζωή τους γίνεται θρήνος, εφιάλτης, φρενοκομείο και νεκροτομείο.
Οι “Δανειστές” είναι μια αμαρτία που ταλαντεύεται ανάμεσα σε ορμή και άλγος. Ποτέ οι ήρωες δεν είναι συμφιλιωμένοι και ο ένας θέλει να καταστρέψει τον άλλο, να τον εξουσιάσει.
Διακυβεύεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ανάμεσα στο άγνωστο και στο άρρητο. Αγαπούν και δένονται με ό,τι απομακρύνεται. Ο καθένας ζυγίζει τη δική του τύχη με το μαρτύριο του άλλου.