Κριτική Γιούλης Χρονοπούλου

Οι «Βρυκόλακες» του Ίψεν στο θέατρο Εκάτη


Το έργο
Στους Βρυκόλακες ο κορυφαίος Νορβηγός δραματουργός Ερρίκος Ίψεν εστιάζει στο διαρκές παιχνίδι του ανθρώπου με τη μοίρα, που παίρνει τη μορφή της προγονικής αμαρτίας, θυμίζοντας αρχαία τραγωδία και μάλιστα (όπως έχει ήδη επισημανθεί από την κριτική) τον Οιδίποδα Τύραννο, καθώς άλλωστε τα γεγονότα έχουν στην πραγματικότητα σχεδόν όλα από καιρό συντελεστεί, όμως τώρα έρχονται στο φως (στο μαύρο φως), ενώ ταυτόχρονα τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει την ανάγκη των αποκαλύψεων.
Το έργο καταπιάνεται με την υποκριτική αστική ηθική και τις καθημερινές «αμαρτίες» διεισδύοντας με μαεστρία στη βαθύτερη ψυχολογία των ηρώων και την υπαρξιακή βάσανο των ανθρώπων, που παλεύουν με επιθυμίες που δεν ικανοποιήθηκαν και προσδοκίες που δεν θα πραγματωθούν.
Το δράμα αποπνέει εξαίρετη δύναμη και κατακλύζεται από εμβριθή στοχασμό και δραματικές ανατροπές.
Εκτυλίσσεται σε μια μακρά μέρα στην οποία συνωστίζονται καταλυτικά γεγονότα και συναισθήματα, κατά το πρότυπο πάλι της αρχαίας τραγωδίας.

Σ’ ένα νορβηγικό φιορδ στο σπίτι της κυρίας Άλβιγκ την παραμονή των εγκαινίων του παιδικού ασύλου, που ίδρυσε στη μνήμη του άντρα της, καταφθάνει ο γιος της Όσβαλντ από το Παρίσι, ο πάστορας Μάντερς, αλλά και ο ξυλουργός Έγκστραντ, πατέρας της ψυχοκόρης της - υπηρέτριας, Ρεγγίνας, που ζει μαζί της.
Γύρω απ’ αυτά τα πρόσωπα εκτυλίσσεται το έργο, πρόσωπα που διαπλέκονται τόσο μεταξύ τους όσο και με τους θεσμούς, τα κοινωνικά όρια, τα ήθη, τις προκαταλήψεις, τις ασφυκτικές δεσμεύσεις του περιβάλλοντος (φυσικού και κοινωνικού) αλλά και τις εσωτερικές ροπές τους, που τα υποχρεώνουν να ασφυκτιούν και να πνίγονται σε συνθήκες με ελάχιστες χαραμάδες.
Η κυρία Άλβιγκ, χήρα του λοχαγού Άλβιγκ, που έχει εγκαίρως απομακρύνει το γιο της από την αρρωστημένη επιρροή του άντρα της στέλνοντάς τον στην Ευρώπη, αν και η ίδια δεν μπόρεσε να βρει τη δύναμη να απομακρυνθεί, διατηρώντας άθικτο το εξωτερικό περίβλημα του οίκου της, που μέσα το σάρωνε η «αρρώστεια», αρρώστεια που μοιάζει να επιστρέφει απρόσκλητη μαζί με το γιο και τη διαφαινόμενη ένωσή του με τη νόθα κόρη του πατέρα του και που πυροδοτεί την αποκάλυψη των μυστικών, δέχεται στοργικά την επιστροφή του γιου της, χωρίς να φαντάζεται τι θα ακολουθήσει. Η ίδια, επί χρόνια κάτω από την επιρροή του πάστορα Μάντερς, που εξακολουθεί να την καθοδηγεί, βλέπει να ξαναγεννιούνται τα φαντάσματα του παρελθόντος (βρυκόλακες), να οδηγούν τον οίκο στον αφανισμό, που δεν μπορεί πια να αποφύγει. Ταυτόχρονα ο πατέρας βρίσκεται εκεί παρών πίσω από κάθε πράξη, κληροδοτώντας στους άλλους τις δικές του επιλογές.
Στο έργο αναδύονται ερωτήματα για τη φύση των πραγμάτων και τη διφυή υπόσταση των καταστάσεων: Ποια είναι η αρρώστεια, ποια είναι η κληρονομικότητα; Ποιοι είναι οι βρικόλακες; Ποιος είναι ο ρόλος του παρελθόντος, ποια η δύναμη ή η αδυναμία του ανθρώπου;

Το έργο μπορεί να παραλληλιστεί με το σουέλ, το βουβό κύμα, τη φουσκοθαλασσιά, που έχει λεία όψη και αδιατάρακτη επιφάνεια και έχει δημιουργηθεί από άνεμο που έπνεε σε προγενέστερο χρόνο. Η εσωτερική τρικυμία του έργου ταράζει τα νερά κάτω από την επιφάνεια, ώσπου στο τέλος ξεσπούν και πλημμυρίζουν την εξωτερικά ατάραχη ζωή. Βαθιά κρυμμένα μυστικά, παραπλανημένες πορείες ζωής, αδιέξοδα έρχονται στο φως ορίζοντας το μέλλον, δημιουργώντας τομές, ρωγμές στο παρόν. Και πάνω στις στάχτες (και κυριολεκτικά) του παρελθόντος επικάθηται μια μυρωδιά παρωχημένης ηθικής, η υποκρισία των φαινομένων, η υπόγεια διάταξη της μοίρας, που έφερε μια καθυστερημένη άδικη «δικαιοσύνη». Η βίαιη ανάδυση του παρελθόντος από το βυθό, απειλητικού, διαβρωτικού, κληρονομημένου, θα επιδράσει στο τώρα των ηρώων, θα ανατρέψει την πορεία τους, θα τους βυθίσει σε μια μοίρα γραμμένη εν αγνοία των πρωταγωνιστών, που κουβαλούν και πληρώνουν προγονικές αμαρτίες. Ήδη επισημάναμε την ομοιότητα με τον Οιδίποδα, που συντρίβεται από το βάρος της μοίρας και των κρυμμένων μυστικών, που καταστρέφει μια φαινομενικά ευτυχισμένη ζωή, που αρνείται να σταματήσει την απόλυτη αντιστροφή της ζωής του.
Κι εδώ αρχικά όλα φαίνονται να κυοφορούν θετικές προσδοκίες. Η εναρκτήρια σκηνή στήνει ένα δυνάμει, προοπτικά καλό σκηνικό για όλους. Σταδιακά μικρές ρωγμές, λεπτές διαβρώσεις προκαλούν την κατάρρευση μ’ έναν εκκωφαντικό τελικά κρότο, με μια δυνατή κραυγή πόνου, με μια καταλυτική όσο και αδιέξοδη τελική λύση.
Η παράσταση
Η παράσταση του θεάτρου Εκάτη καταφέρνει να αποδώσει όλες τις αποχρώσεις επιφάνειας και βάθους αυτής της συγκλονιστικής οικογενειακής τραγωδίας. Η σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά εκμεταλλεύεται τους υπαινιγμούς του δραματουργού προτείνοντας ερμηνευτικές εκδοχές, αλλά παράλληλα σέβεται τις προθέσεις του αναδεικνύοντας με καθαρότητα τα πάθη, τα βάθη, τις συγκρούσεις, τα διλήμματα, τις ενοχές, αλλά και τις τραγικές συνέπειες της υποκριτικής ηθικής που διαπερνά την κοινωνία.
Η υποδειγματική αξιοποίηση όλου του χώρου του θεάτρου, που πάγια χρησιμοποιεί η σκηνοθέτις προσδίδει εικαστικό και παραστατικό βάθος στην παράσταση. Αυτή τη φορά το σκηνικό διαμορφώθηκε με την παρέμβαση του καταξιωμένου Σάββα Πασχαλίδη, που εκμεταλλεύτηκε τον ατμοσφαιρικό φυσικό χώρο του θεάτρου καθώς και τα υπάρχοντα έπιπλα και αντικείμενα, για να τους εμφυσήσει το χαρακτήρα που όφειλαν να αποκτήσουν.
Η προσεκτικά επιλεγμένη μουσική από τον ιδιαίτερα εύστοχο Σ. Σόπακ υπογραμμίζει με επάρκεια τις εσωτερικές διακυμάνσεις και τις εξωτερικές διαβαθμίσεις δημιουργώντας ατμοσφαιρική υπόσταση.
Η μετάφραση του Λέοντα Κουκούλα δίνει ξεχωριστό βάρος στην παράσταση.

Οι ηθοποιοί, έμπειροι και νεότεροι, διακονούν την υποκριτική με πολλαπλές διαστάσεις και κατορθώνουν με τη σειρά τους να ενσαρκώσουν τους τραγικούς ήρωες με πειστικότητα και πληρότητα πετυχαίνοντας ανυψωτικές και διεισδυτικές ερμηνείες. Οι ρόλοι όλοι είναι σύνθετοι και απαιτούν λεπτές ισορροπίες, καθώς το παιχνίδι κάλυψης – αποκάλυψης είναι διαρκές. 

Στην κεντρική – και τραγικότερη - θέση η κυρία Άλβινγκ ζει το μητρικό δράμα και κουβαλά βαριά μυστικά. Η απελευθέρωση από αυτά δεν θα φέρει τη λύτρωση, αλλά θα φέρει την έκρηξη, θα βαρύνει όλους τους άλλους και θα επιταχύνει τη θλιβερή λύση.
Η μάνα, που μ’ έναν τρόπο θυσιάστηκε για να προστατέψει την τιμή του σπιτιού της, περιφρουρώντας το όνομα αλλά και την περιουσία του άντρα της και του οίκου της, προστατεύοντας το γιο της από την αρρωστημένη επιρροή του, είναι εντέλει καταδικασμένη να ζει με το φάντασμά του, είναι καταδικασμένη να δει όχι μόνο την αποτυχία όλων των σχεδίων της, αλλά και την αναβίωση του εφιάλτη της μέσα από το γιο της, το γιο του. Η εσωτερική της μάχη, η σύγκρουση καθηκόντων και αξιών, η διάψευση προσδοκιών, το φάσμα του θανάτου (με όποια μορφή) αποδίδονται στην παράσταση από την ευπρεπή και έμπειρη Πέπη Οικονομοπούλου, που αναδεικνύει τη σύνθετη προσωπικότητα της ηρωίδας με ένα εξίσου σύνθετο πλέγμα από παύσεις, δισταγμούς, δυναμισμό και στοργή. Η αδιάκοπη εσωτερική τρικυμία, η υπαρξιακή αναστάτωση μαζί με την απροκατάληπτη σκέψη της και τη φιλελεύθερη αντίληψή της, που παγίδεψε κατ’ αρχάς την ίδιαν αλλά εντέλει και τον αγαπημένο της γιο και απέβη καταστροφική για τον οίκο που θέλησε να προστατέψει, τη βασανίζει εις το διηνεκές, αφού δεν μπόρεσε τελικά παρόλη την αγωνιώδη της προσπάθεια να κόψει το νήμα που συνδέει πατέρα και γιο. Κι αυτή, λοιπόν, σαν άλλος Οιδίποδας, όσο πασχίζει να αποφύγει τη μοίρα τόσο την πλησιάζει. Το πεπρωμένο εμφανίζεται μπροστά της ισχυρό και ανεμπόδιστα άτρωτο.
Οι σταδιακές και τελικά συντριπτικές αποκαλύψεις στις οποίες προβαίνει προς όλα τα πρόσωπα του έργου (τον πάστορα, τη Ρεγγίνα και – τέλος – το γιο της) την καθιστούν τον καταλύτη των εξελίξεων, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι, αφού οι δικές της επιλογές έχουν ήδη συντριβεί από το βάρος της μοίρας. Ωστόσο, είναι υπό μίαν έννοια υπαίτια για τη ραγδαία επιδείνωση της υγείας του Όσβαλντ, αν υποθέσουμε ότι σ΄ αυτό συμβάλλουν οι αποκαλύψεις της, η απομάκρυνση και του τελευταίου πέπλου που σκέπαζε και ταυτόχρονα προστάτευε τα μυστικά της. Και πάλι ως τραγικό πρόσωπο, ίσως τώρα στη θέση του Θεράποντα του Λαΐου, προσπαθώντας να παρηγορήσει το γιο της, του αφαιρεί και την τελευταία ελπίδα και τον φέρνει αντιμέτωπο με την τραγική του μοίρα, μοίρα ανέκκλητη.

Ο γιος Όσβαλντ, που κουβαλά ένα σαράκι ψυχικό και σωματικό, ξεγελά αρχικά το περιβάλλον του. Αυτή η κρυφή τραγωδία για τον ίδιον αλλά και η τραγωδία της άγνοιας για τους γύρω του, που τους εξωθεί σε αυταπάτες, σε σχέδια για το μέλλον, αποκαλύπτει το δράμα της ανθρώπινης μοίρας, που καταδικάζει τον άνθρωπο σε άγνοια και αυταπάτη. Ζωγράφος που αποτύπωνε στους πίνακές του τη χαρά της ζωής είναι καταδικασμένος στη σιωπή, στην αδυναμία έκφρασης, στην απουσία δημιουργικότητας. Στο τέλος, στην ακροτελεύτια φράση του έργου, ζητά απεγνωσμένα τον ήλιο σίγουρος πια πως δεν μπορεί να τον έχει. Η απόλυτη μετάπτωση από την ακμή, τη νιότη, την ευρωστία, τη δημιουργική ορμή στη φθορά, την αρρώστεια, το θάνατο, τη σήψη. Η απόλυτη αντιστροφή χωρίς αιτία, χωρίς ευθύνη. Η απόλυτη τραγικότητα. Η τραγικότητα του ήρωα αποδίδεται με ακεραιότητα από το νεαρό Αλέξανδρο Κλημόπουλο, που οδηγεί το θεατή στα μύχια της ψυχής του.

Ο πάστορας Μάντερς, αμφιλεγόμενο πρόσωπο και εσωτερικά σπαρασσόμενος χαρακτήρας, δύσκολο να αποδοθεί υποκριτικά, ενσαρκώθηκε άψογα από τον Μάνο Χατζηγεωργίου, που μπόρεσε να εκφράσει την αφομοιωμένη και άρα ειλικρινή αλλά παράλληλα υποκριτική στην ουσία της εκκλησιαστική ηθική, την ταυτόχρονη επιθυμία για βοήθεια προς τους άλλους (που αποδεικνύεται αδιέξοδη και ανεπιτυχής) και την κατάπνιξη των όποιων προσωπικών επιθυμιών από τη μια, και την περιφρούρηση των προσωπικών συμφερόντων και του ονόματος από την άλλη, κρύβοντας τις πραγματικές προθέσεις πίσω από το αδιάφανο πέπλο των κοινωνικών και ηθικών συμβάσεων. Η ισορροπία ανάμεσα στην αφέλεια και την πονηριά πιστώνεται στα θετικά της υπόκρισης.

Η νεαρή Ρεγγίνα, ξεκάθαρη και πηγαία, αποδόθηκε με χάρη και πειστικότητα από τη νεαρή και ταλαντούχα Σοφία Μανωλάκου, που ερμήνευσε με επάρκεια την επιθυμία διαφυγής από το ασφυκτικό κοινωνικό και ηθικό περιβάλλον, την ενσάρκωση της χαράς της ζωής και της νιότης, καθώς μόνη αυτή άλλωστε διαγράφει μια πορεία προοπτικής στο μέλλον και βρίσκει διεξόδους στις εμποδιζόμενες απόπειρες διαφυγής της και στις ματαιωνόμενες προσδοκίες της, αν και με ηθικό αντίβαρο.Και παραπέρα, όπως εύστοχα εντοπίζει ο Φώτος Πολίτης, γίνεται για τον Όσβαλντ ό,τι ο Θεράπων του Λαΐου για τον Οιδίποδα: η ελπίδα σωτηρίας που μετατρέπεται σε καταστροφή, ο φορέας αποκάλυψης «του εσωτερικού του μαρασμού».

Ο ξυλουργός Έγκστραντ, τυπικός εκπρόσωπος μιας αποηθικοποιημένης λαϊκής συμπεριφοράς, πειστικά ενσαρκωμένος από τον Βαγγέλη Ζερβόπουλο, επέβαλε την ηθελημένη ηθική ευκαμψία του (σε ευθεία όσο και υπογραμμισμένη αντίθεση με τη σωματική του δυσκαμψία), υπαγορευμένη πρώτιστα από ωφελιμιστικά κίνητρα και ταπεινούς στόχους, ταυτόχρονα με την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας, τοποθετούμενος εξίσου σε ρόλο θύτη και θύματος, αν και κινούμενος σε δεύτερο πλάνο εν σχέσει με τους άλλους ήρωες, ωστόσο δρώντας απολύτως καταλυτικά στις κρίσιμες στιγμές τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος και παίζοντας με την υποκρισία μαεστρικά, καθώς εξάλλου είναι ο μόνος πέραν της κ. Άλβιγκ που γνωρίζει τα μυστικά του παρελθόντος και τα χειρίζεται προς όφελός του.  

Η παράσταση συνολικά στέκεται στο ύψος των απαιτήσεων του κλασικού έργου και καταφέρνει να ικανοποιήσει τους θεατές, αφού τους βυθίζει στα βάθη του ανθρώπινου ερωτήματος και καταυγάζει την εσωτερική διαφυγή τους.

Γιούλη Χρονοπούλου

Δρ Φιλολογίας 

Οι "Βρυκόλακες" του Ίψεν στο Θέατρο Εκάτη

O Ίψεν περιγράφει στους βρυκόλακες την ιστορία μιας γυναίκας,που έχει αφιερώσει την ζωή της στον άνδρα της και στο παιδί της.Ο ανδρας της καταφεύγει στην αγκαλιά της απείθαρχης υπηρέτριας και η συζυγός του καθησυχάζει την συνειδησή της ασχολούμενη με την επιχείρησή του.Μέσα από την ταπείνωση της ανακάλυψης για την απιστία του,η κ.Αλβιγκ παρατά το σπίτι της και βρίσκει καταφύγιο στον πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής της ,τον πάστορα Μάντερς. Αυτός ως πάστωρ, την επαναφέρει στα ιδανικά της αξοπρέπειας και του καθήκοντος.Το μαρτύριό της φθάνει στο τέλος του με το θάνατο του συζύγου της ,μέσα στην αυταπάτη μιας αγιασμένης υπόληψης .Ο γιός της Οσβαλτ,που κληρονόμησε από τον πατέρα του την ερωτική ορμή ,επιστρέφει από το Παρίσι ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας.Ενα βροχερό βράδυ ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια ,για την οποία μόνο η μητέρα του γνωρίζει ότι είναι νόθος κόρη του πατέρα του και συνεπώς αδελφή του .Ο Οσβαλτ εκμυστηρεύεται στην μητέρα του τα σημάδια της άνοιας που του έχουν εκδηλωθεί που του έχουν εκδηλωθεί και που θα τον οδηγήσουν σε πνευματική ανημπόρια,Ζητά από τη μητέρα του να του υποσχεθεί ότι θα του δώσει το δηλητήριο που έχει πάντα μαζί του και αυτή αναλαμβάνει το δραματικό καθήκον να τον απαλάξει από το μαρτύριο .Βρυκόλακες είναι οι εφιαλτικές σκιές που ενεδρεύουν παντού.Ο Ίψεν δεν δημιουργεί δυστυχίες στα έργα του, καταγράφει όμως αυτές που υπάρχουν.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:
Σκηνοθέτις: Βαλεντίνη Λουρμπά
Σκηνικά - Κοστούμια: Σάββας Πασχαλίδης
Φωτισμοί: Κώστας Μανούσης
 Επιμέλεια μουσικής και ήχου: Μιχάλης Σαρημανώλης

ΔΙΑΝΟΜΗ:
 Κ.Άλβιγκ:   Πέπη Οικονομοπούλου,
Όσβαλτ:      Αλέξανδρος Κλημόπουλος,
Μάντερς:    Μάνος Χατζηγεωργίου,
Εκστραντ:   Βαγγέλης Ζερβόπουλος,
Ρεγγίνα:      Σοφία Μανωλάκου.

Διάρκεια: 110'
Μέρες - Ώρες παράστασης:
Παρασκευή - Σάββατο :  21.00

Κυριάκη :  19.00

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του Αυγούστου Στρίντμπεργκ


«Ο χορός του θανάτου» του Στρίντμπεργκ στο θέατρο Εκάτη

Ο μεγάλος Σουηδός δραματουργός εκφράζει στο έργο του «Ο χορός του θανάτου» την απώθηση (αλλά ενδεχομένως και την έλξη) προς το γυναικείο φύλο (ασφαλώς η απογοήτευσή του από τις γυναίκες βρίσκεται πίσω από το έργο – το γράφει στη διάρκεια του τρίτου γάμου του), τη σκοτεινιά των ενδοοικογενειακών σχέσεων, τη ματαιότητα της ανθρώπινης υπόστασης, όσα μπορούν να καταστήσουν μια μικρή οικογενειακή ιστορία ένα δράμα της ύπαρξης, ένα «θέατρο» ζωής. Μέσα από τη σχέση ενός ζευγαριού μετά από 25 χρόνια γάμου, που ζει αντικοινωνικά, απομονωμένο σ’ ένα νησί (με το προσωνύμιο «μικρή κόλαση»), μοιάζει πεπρωμένο της ανθρώπινης συμβίωσης ο αλληλοσπαραγμός. Από το σπίτι λείπουν τα παιδιά, οι υπηρέτριες, οι επισκέπτες (με την εξαίρεση του Κουρτ, του τρίτου προσώπου του έργου), τα χρήματα, τα τρόφιμα, οι ζεστές κουβέντες, η αγάπη. Περισσεύουν τα πικρά λόγια και τα δηλητηριώδη βλέμματα, η αδυσώπητη μοναξιά και η λεηλασία όσων απέμειναν. Δεσπόζουν η καταπίεση και η προσμονή απελευθέρωσης ίσως μέσω του θανάτου, οι μικρές δόσεις από δηλητήριο που δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην στην ανοσία, η διάλυση και η αποσύνθεση της σχέσης, η διαφορετική οπτική στην κατανόηση του κόσμου (του ίδιου μικρόκοσμου), η διαφορετική προσέγγιση των κοινών βιωμάτων με την ευκολία της αναδρομικής ματιάς.
Δυο οικείοι ξένοι, δυο ξιφομάχοι συνομιλητές σημαδεύουν ανελέητα και εύστοχα ο ένας τον άλλον μέχρι την τελική εξόντωση, προσδοκώντας μιαν αόριστη όσο και μάταιη ελευθερία, αποτινάσσοντας την πλήξη και την ανία που τόσο χρειάζονται, φεύγοντας από το καταρρέον σπίτι, που ξεβάφει μαζί τους, που φθείρεται όσο κι αυτοί - οι ρωγμές του είναι και δικές τους.

Εγκλεισμός και πένθος, αόρατοι άλλοι και μοναξιά, αμοιβαία καταδυνάστευση, αδυναμία αποδέσμευσης, μόνη προσμονή ο θάνατος, νοερές, αναδρομικές αποδράσεις, χορός δαιμόνων, κανιβαλική συστροφή, η κόλαση μέσα τους, δύναμη μαζί κι αδυναμία, ίσως πιο πολύ από αλληλοσπαραγμός να είναι αυτοσπαραγμός, θύματα μαζί και θύτες, εσωτερικά ολοκαυτώματα, μυστικές πυροδοτήσεις εκρηκτικών με πικρό σαρκασμό που είναι ό,τι ανώτερο μπορούν να κατακτήσουν, αφού από τις ψυχές τους απουσιάζει ολοκληρωτικά η επιείκεια και η συμπάθεια. Αυτή μπορεί να εμφανιστεί μόνο μετά θάνατον…

Στο «Χορό του θανάτου» οι διαδρομές των αισθημάτων δεν είναι πάντοτε ορατές, είναι υπόγειες. Υπάρχει μια διαδρομή μίσους, που γίνεται επικίνδυνη και απειλητική. Υπάρχουν σκιές και σκοτεινές γωνιές στη σχέση του ζευγαριού, αλλά και στη διαπλοκή τους με τους άλλους, ιδίως με τον απρόσμενο επισκέπτη τους, τον Κουρτ, που έρχεται να υπενθυμίσει το παρελθόν και – με τον τρόπο του, ακόμη και άθελά του - να καθορίσει το παρόν και το μέλλον. Δεν ξέρουμε πόση κακότητα κρύβει ο κάθε ήρωας, αφού πολλές από τις σκέψεις του τις πληροφορούμαστε από τον άλλον.

Πίσω από τα πρόσωπα στέκονται οι σκιές τους: πίσω από την Άλις βρίσκεται η μαραμένη προσδοκία της να διαπρέψει ως ηθοποιός, η αυταπάτη της (;) ότι αυτή η προοπτική ακυρώθηκε βίαια λόγω του γάμου της, το παράπονο της απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, η απόγνωση από την οικονομική στενότητα και την απουσία του οποιουδήποτε μέλλοντος, το χρώμα της φυλακής, η ωχράδα της ανελευθερίας. Πίσω από τον λοχαγό βρίσκεται η ματαιωμένη φιλοδοξία του να διακριθεί (έστω ως συγγραφέας στρατιωτικών εγχειριδίων), η αποτυχία του να εξελιχθεί, η επιλογή μιας απομονωμένης και αντικοινωνικής ζωής, η αδιέξοδη σχέση με τη γυναίκα του.
Πίσω και από τους δυο βρίσκονται 25 χρόνια γάμου, 2 πεθαμένα και 2 φευγάτα παιδιά αλλά και πολλές απορίες, απουσίες, εκκρεμότητες. Ο θάνατος και η φυγή των παιδιών καταδικάζει την ύπαρξη σε φθορά, την απονοηματοδοτεί, της αφαιρεί κάθε προοπτική «αθανασίας», τη μετατρέπει σε θνησιγενή εγκλωβισμό, την καθιστά ηχείο θανάτου, σ’ ένα ταξίδι βαθιά εσωτερικό μέχρι σπαραγμού.
Πίσω από τον Κουρτ βρίσκεται η σκοτεινή προσωπική του ιστορία, που θα παραμείνει πάντοτε στη σκιά, αλλά που σα σκιά θα τον ακολουθεί, η πάλη με τον εαυτό του, με την ανθεκτικότητά του στο περιβάλλον του μίσους, η αίσθηση ενός βίου που δεν «καρποφόρησε» σαν από αστοχία των υλικών του.

Αυτό το δύσκολο και εσωτερικό έργο ευτύχησε στην απόδοσή του από τους συντελεστές του θεάτρου Εκάτη: τη σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά, που καταφέρνει να δημιουργήσει μιαν υποβλητική ατμόσφαιρα και να παρασύρει το θεατή στους στροβιλισμούς της, τον Μιχάλη Σαρημανώλη, που επιμελήθηκε φωτισμούς και μουσική με καίριες υπογραμμίσεις, και τους εξαιρετικούς ηθοποιούς, που κατορθώνουν να παίζουν μαζί με τις «σκιές» τους: τη Χρυσάνθη Οτζάκογλου στο ρόλο της Άλις, που ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στο μίσος και την αγάπη, την εκδικητικότητα και την ανοχή, το φόβο και την αποφασιστικότητα, την παραίτηση και την πρωτοβουλία, ακόμη και την τυραννικότητα, θύμα και δαίμονας μαζί, τον Μάνο Χατζηγεωργίου στο ρόλο του λοχαγού, που αποδίδει με ανάλογη ευστάθεια τη βάναυση και την τρυφερή πλευρά του, την αντικοινωνική φύση του και τις ευάλωτες στιγμές του, τη δύναμη και την αδυναμία του, την αυτάρκεια και την εξάρτησή του από τους άλλους, την αντισυμβατική ειλικρίνεια και την παραπλανητική παραποίηση της αλήθειας, τον Παναγιώτη Κατσίκη στο ρόλο του Κουρτ, που όντας ο καταλύτης αλλά και ο ρυθμιστής βοηθά με τον τρόπο του και την ασφαλώς καθαρότερη στάση του (αν και όχι χωρίς σκοτεινές εσοχές) στην ανάδειξη της γενικότερης ισορροπίας του έργου, διατηρώντας κι αυτός τις σκιές και τα ερωτηματικά που τον συνοδεύουν όσο και την εσωτερική πάλη του, την αίσθηση ότι κατατρώγεται από προσωπικά αδιέξοδα και καταπίνεται από τη δίνη της μικρής κόλασης στην οποίαν ενεπλάκη κρατώντας ωστόσο στοιχεία ανθρωπιάς. Αν προσθέσει κανείς και τη χρήση του χώρου του θεάτρου ως σκηνικού στο σύνολό του με την αξιοποίηση κάθε γωνιάς, ακόμη και της σκάλας και των παρασκηνίων, όπου διαδραματίζεται μια σύντομη ακουστική σκηνή, και όπου βρίσκεται ο τηλέγραφος, στοιχείο – κλειδί στη σύνδεση του μέσα με το έξω, αντιλαμβάνεται την επιτυχία του εγχειρήματος.

Ο θεατής καταβυθίζεται μαζί με τον Στρίντμπεργκ στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, εκεί που η σκοτεινή πλευρά του εαυτού ελευθερώνεται από κοινωνικές συμβάσεις και επιτρέπει να εκφραστούν οι πιο μύχιες σκέψεις σε οδυνηρούς στροβιλισμούς, σε φιγούρες θανάτου.
Και αναρωτιέται: Ποιος είναι άραγε αυτός ο χορός; Ποιος είναι ο θάνατος; Είναι η αλλαγή των ανθρώπων στη δίνη του χρόνου; Είναι οι παγίδες που στήνει το πέρασμα της ζωής, το διάβα των ανθρώπων; Είναι που η ζωή μας γίνεται συχνά ένα απομονωμένο νησί, το σπίτι μας μια φυλακή, ένα κλουβί θανάτου; Είναι οι ξώβεργες της μοίρας, εμείς θηράματα και κυνηγοί; Είναι η νοσηρότητα της ανθρώπινης ψυχής με τα άγνωστα μονοπάτια, συχνά αδιάβατα, που κάποτε αποφασίζει να τα βαδίσει, να τα εξερευνήσει για να φτάσει συχνά σε νέα σκοτάδια και όχι σε ξέφωτα;


Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας

ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

Γράφει ο Κωσταντίνος Μπούρμπας
Το ποιητικό θέατρο και η θεατροποιημένη ποίηση ανθούν στο περιθώριο της κυριαρχούσης νεοελληνικής δραματουργίας. «Εθνος ποιητικόν και ανάδελφον», έθνος ατόμων που μετατρέπονται σε αστέρες ή βεγγαλικά, αυτοπυρπολούνται ή καίγονται με μια ήσυχη φλόγα οινοπνεύματος. Εθνος που κέρδισε δύο βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας χάρη στην αδιάλειπτη ποιητική παραγωγή από τον Ομηρο μέχρι σήμερα.

Επειδή η χυδαιολογία των δήθεν «ρεαλιστικών» θεατρικών γραφών περίσσεψε στις κρίσιμες μέρες μας, διάλεξα δύο απογειωτικές στιγμές, βασισμένες στο λόγο των ποιητών.Οταν κυκλοφόρησαν τα «Μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά, λίγο μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών, όλοι μίλησαν για μια προκλητική, καινοτόμα και ρηξικέλευθη ποιητική ματιά πάνω στα παραμελημένα μέχρι τότε πρόσωπα του λούμπεν προλεταριάτου. Η αισθαντική και εκλεκτική Βαλεντίνη Λουρμπά έστησε στο μαγικό θεατράκι της Κυψέλης (με το συμβολικό όνομα «Εκάτη») μια παράσταση με τίτλο «Τα μαύρα τακούνια», απολύτως πιστή στο πνεύμα του ερωτικού ποιητή. Οι πόρνες συνομιλούν και μονολογούν, μετράνε την αγάπη με το χρήμα και οι άντρες μετατρέπουν την ορμή των σωθικών τους σε σολδία.


Μηδενισμός και επικούρεια στάση ζωής, πιο κοντά στα μεσογειακά δεδομένα από το έρεβος των βορειοευρωπαϊκών πολιτιστικών προϊόντων. Ο Μιχάλης Σαριμανώλης έντυσε μουσικά το θέαμα με μελοποιημένους στίχους του Γιώργου Χρονά. Αξιοι διονυσιακοί τεχνίτες οι ηθοποιοί: Ειρήνη Γεωργίου, Γιάννης Κωσταράς, Ελένη Μπέη και Ολγα Στέφου.

Δημοσιεύετε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία 

Τα μαύρα τακούνια του Γιώργου Χρονά

 Κωνσταντίνος Μπούρας

Η ποίηση του Γιώργου Χρονά είναι καβαφική και επικούρεια, δραματική και τραγική, συμπιεσμένη συναισθηματικώς και αποφορτισμένη μηδενιστικώς. Δεν είναι τυχαίο που του δόθηκε το βραβείο Καβάφη. Δεν είναι τυχαίο που παίζονται ταυτόχρονα τρεις θεατρικές παραστάσεις έργων στις αθηναϊκές (και όχι μόνο) σκηνές. Αν συμπεριλάβουμε και την “Γυναίκα της Πάτρας' που περιοδεύει, έχουμε ένα κουαρτέτο ποιητικών δρώμενων, ανθεκτικό στο Χρόνο. Στο ατμοσφαιρικό θέατρο “Εκάτη' που διευθύνει και σκηνοθετεί η χαμηλόφωνη κυρία Βαλεντίνη Λουρμπά, ταξιδέψαμε με τους εκλεκτικούς λάτρεις της αυθεντικής θεατροποιημένης ποίησης σε ένα σύμπαν όπου ο έρωτας πωλείται κι αγοράζεται, “η αγάπη γίνεται χρήμα' και ο θάνατος είναι το μόνο αντίδοτο στην τρέλα, ο μηδενισμός στο υπαρξιακό κενό και η επικούρεια στάση ζωής απάντηση στις πάσης φύσεως εσχατολογικές θεωρίες. Σπανίως φεύγω χωρίς ενστάσεις από ένα θέαμα. Ταξίδεψα πολύ βαθιά στο ταλαιπωρημένο συλλογικό ασυνείδητο, πάλεψα με φαντάσματα του ατομικού ασυνείδητου, άλειψα βάλσαμο τις πληγές. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από μια παράσταση; Όλοι οι ηρωικοί συντελεστές άψογοι: Σκηνοθεσία: Βαλεντίνη Λουρμπά. Μουσική επιμέλεια: Μιχάλης Σαριμανώλης. Παίζουν:
Ειρήνη Γεωργίου, Γιάννης Κωσταράς, Ελένη Μπέη και Όλγα Στέφου.



ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ του Γιώργου Xρονά

 

Κυριάκος Βαλαβάνης

Του ποιητή Γιώργου Χρονά Τα Μαύρα Τακούνια ανέβασε στο θέατρο
Εκάτη η Βαλεντίνη Λουρμπά και φυσικά τον χώρο σκηνοθέτησε μέσα σε μιαν
ανάλογη ατμόσφαιρα περιβάλλοντος οικεία προς το θέμα και μοίρασε με
ευθύνη τους ρόλους εις τους ηθοποιούς με υποδειγματική εκτέλεση και
πάντοτε σε συνδυασμό και συνεργασία των συντελεστών φωτισμού ηχοληψίας
μουσικής επιμελείας κ.λ.π στοιχείων διαδικασίας.Η σκηνοθεσία της
Βαλεντίνης Λουρμπά ήταν πειθαρχημένη και οι τέσσερις ηθοποιοί
κινήθηκαν και ζωντάνεψαν την παράσταση με τάκτ και σεβασμό , και με
συναίσθηση δάνεισαν αυτό που δεν τους ανήκε μέσα σ ένα οίκο ανοχής
αδιάκριτα διακριτικά. ¨Ηταν ένας χώρος μη επιθυμητός αλλά λόγω ανάγκης
μοίρασαν την κοινή εμπειρία τους στην ανάπαυλα και σκηνική τους
δράση.Επόμενο ήταν σαν τέτοιος χώρος κάποτε οι ιερόδουλοι να είναι σε
αρμόζουσα ατμόσφαιρα προκλήσεως χωρίς εξαλλοσύνη και να συνδιαλέγονται
εκούσια και ακούσια χωρίς έλεγχο και μέτρο όμως ο πόνος τις ένωνε
,είχαν κοινά μυστικά δοκιμασιών ψυχοπαθολογικά προβλήματα ιδιόμορφη
ψυχοσύνθεση ,κάποτε ενοχή πολύ πόνο,αβεβαιότητα ανασφάλεια έδιδαν
μάχη συνειδήσεως και αυτές τις βιωμένες εμπειρίες τους χωρίς να τις
αυτοαναλύουν , τις περιπλανούσαν σε αδιέξοδα ή από το δράμα στην
κωμωδία και διεκτραγωδούσαν το αβέβαιον αύριο.
Αυτούς τους πενιχρούς διαλόγους κρίσεως και επικρίσεως τις εσωστρεφείς
μαρτυρίες της ιστορίας τους συζητούσαν και τον εκφυλισμόν της
συνειδησιακής τους πορείας τις δυσίατες αυτοπαγιδεύσεις της ψυχικής
τους εξαθλιώσεως.
Κι όμως ζούσαν με την ελπίδα ότι μπορούν να αγαπήσουν και να
αγαπηθούν .¨Οντως ο πόνος τις ένωνε γι΄αυτό και υπήρχε σύμπνοια και
κατανόηση.Σπουδαίος ο ρόλος των ηθοποιών πέρα από τον χώρο της
υποτιθέμενης συναλλαγής.Σαν μύστες και μυούμενοι μυσταγωγούσαν με
εκδηλωτική εξομολογητική νομοέπεια και ομοιογένεια στις κρύφιες
διαστάσεις στην νοθεία των πραγμάτων. πειθάρχησαν και τήρησαν την
σκηνοθετική γραμμή και με ανάλογη συμπεριφορά έπαιξαν τον τον ρόλο
τους με περιγραφική παρουσίαση στα ρηχά και ψεύτικα συναισθήματα των
εραστών την επικοινωνιακή συμμετοχή και ουσία των αθυρμάτων .Η Ειρήνη
Γεωργίου{ΝΟΡΑ} η Ελένη Μπέη{ΒΕΡΓΙΝΑ }η Ολγα Στέφου {ΣΩΤΗ} ανέδειξαν
το κείμενο και  με δεσπόζουσα θέση τον
ταλαντούχο Γιάννη Κωσταρά στον ρόλο του τρελού. .Αξιοσημείωτοι οι
φωτισμοί του Μιχάλη Σαρημανώλη που βοήθησαν την άψογη σκηνική
μαρτυρία των γυναικών και αρμόζουσα ψυχολογική αντίδραση μοιρασμένης
σοδείας καλοβαλμένης θεραπενίδος. ''Τα μαύρα τακούνια'' του Γιώργου
χρονά.είναι μια σύνθεση ποιημάτων που έφτιαξε θεατρικό έργο η
Βαλεντίνη Λουρμπά και το συνιστώ

Δημοσιεύεται
Στο περιοδικό κριτική λόγου και τέχνης θέσεων και απόψεων

ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ του Γιώργου Xρονά


 Γιάννης Κυριακάκος

Στο θέατρο Εκάτη παρακολούθησα τα Μαύρα Τακούνια του Γιώργου Χρονά μια ποιητική σύνθεση που φτιάχθηκε , θεατρικό έργο από την Βαλεντίνη Λουρμπά .που έκανε και την σκηνοθεσία του έργου,
Το έργο διαδραματίζεται σε ένα Μπορντέλο που τρεις κατακερματισμένες γυναίκες διεκπεραιωτές του φευγαλέου μαζεύουν τα ψυχικά τους θραύσματα για να ολοκληρώσουν την ματαιότητα .Η μιά είναι προέκταση της άλλης
και η μία καθρεφτίζει επάνω στην άλλη την δική της ειμαρμένη. Έχουν την ίδια μοναξιά τον ίδιο ακριβώς πόνο τους ίδιους εφιάλτες. Δελεάζονται από την καταστροφή και αφοσιώνονται στο ανέφικτο, Ότι δεν φθείρεται είναι η αλήθεια τους, Ο θάνατος είναι θέσφατο και τους διαφυλάττει από την προσβολή. Ο πόνος του θανάτου τους κάνει ράκη απελπισίας και κωπηλάτες δακρύων. Τα Μαύρα Τακούνια είναι ένα έργο με βαθιές ψυχολογικές απηχήσει.Ο κόσμος τους είναι συμπαγής και συγχρόνως υδαρής. Ο Γιώργος Χρονάς με αριστοτεχνικό τρόπο στο ανορθόδοξο δίνει φυσικότητα. Η τραγικότητα οδηγεί στην αυτογνωσία και η μοναξιά στην οδύνη παρακολούθησα μια ενδιαφέρουσα παράσταση στο θέατρο Εκάτη που ο διάκοσμός του ζωγράφισε και έδωσε την ατμόσφαιρα του έργου. Παλιά σκαλιστά έπιπλα δαντέλες ταυταδένια φουστάνια φωτογραφίες Μανσον και καπέλα
δημιουργούσαν την νοσταλγία του gloria mundi και το τελεσίδικα χαμένο.Οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Μιχάλη Σαρημανώλη έδωσαν την ατμόσφαιρα της κατρακύλας και το ξεθώριασμα των προσώπων
Η Ειρήνη Γεωργίου ήταν άμεση και ζεστή στον ρόλο της Νόρας που επιθυμούσε να φθαρεί ενώ θα είχε αγαπήσει. Η Ελένη Μπέη αισθαντική στον ρόλο της Βεργίνας να περιμένει να γκρεμισθεί
Η Ολγα Στέφου στο ρόλο της Σώτης πειστική ετοιμη να χάσει την τελευταία της αθωότητα .Ο Γιάννης Κωσταράς εντυπωσίαζε με το επίσημο της φωνής του και απέδωσε την σοφία του τρελού.
Είδα ένα έργο τέχνης τα μαύρα τακούνια του Γίωργου Χρονά στο θέατρο Εκάτη και φεύγοντας αντηχούσαν στα αυτιά μου οι ήχοι του Ραχμανινωφ και οι μονωδίες της γρηγοριανής μουσικής .Είναι μια παράσταση που συνιστώ μια
παράσταση που έκτισε η Βαλεντίνη Λουρμπά και οι ηθοποιοί την υποστήριξαν
 

Δημοσιεύεται στην εφημερίδα Εθνική Ηχώ .

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά

 Γιώργος Χρονάς.

 Τα "Μαύρα Τακούνια" είναι ένα ερωτικό κάτοπτρο που αντικατοπτρίζει αισθήματα, ένστικτα και εμπειρίες. Ο κόσμος τους είναι πραγματικός και συμπαγής και συνδέεται με πικρά δάκρυα και μοναξιά…

Επειδή υπάρχει αλήθεια δεν δημιουργούνται μύθοι, τίποτα δεν είναι φανταστικό και γι’αυτό δεν φθείρεται….

Ο έρωτας είναι μια αυθαίρετη και αθέλητη επιλογή τους…Πρόσωπα που κατοικούνται από λαγνεία και δελεάζονται από την καταστροφή…Ο ένας είναι καταδικασμένος να υπάρχει μέσα στον άλλον…

Οι γυναίκες βλέπουν στον καθρέφτη τη ζωή που σταματά, τη χαμένη νεότητα, την ομορφιά από τις στιγμές που χάθηκε, τον πόνο.. Καταλαβαίνουν την ευτυχία αφού την χάσουν… Και σχοινοβατούν τελετουργικά προς το πένθος…

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Βαλεντίνη Λουρμπά
Μουσική επιμέλεια: Μιχάλης Σαρημανώλης

Παίζουν:
Ειρήνη Γεωργίου, Γιάννης Κωσταράς, Ελένη Μπέη και Όλγα Στέφου.

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά


















Γιούλη Χρονοπούλου

«Τα μαύρα τακούνια» του Γιώργου Χρονά στο θέατρο Εκάτη

Η παράσταση «Μαύρα τακούνια» στο θέατρο Εκάτη περιέχει πολλά στοιχεία άξια θαυμασμού. Πρώτα – πρώτα η δημιουργία του ίδιου του έργου: πρόκειται για συνένωση ποιημάτων του Γιώργου Χρονά από πολλές διαφορετικές συλλογές με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει τελικά ενότητα, συνέχεια, ομαλότητα, θάλεγα ιστορία, ακόμη και πρόσωπα με υπόσταση, αν όχι χαρακτήρες. Η συρραφή είναι τόσο πετυχημένη, ώστε οι ραφές είναι αόρατες. Η δημιουργική αυτή παρέμβαση οφείλεται στη σκηνοθέτιδα της παράστασης Βαλεντίνη Λουρμπά, που επανειλημμένα έχει αποδείξει το θεατρικό της ένστικτο και τη δραματουργική της σκευή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τοποθετεί τους ποιητικούς διαλόγους της σε ένα πορνείο και τους μοιράζει σε 4 πρόσωπα, την ιδιοκτήτρια του πορνείου, μια νεαρή και μια ωριμότερη πόρνη, καθώς και έναν άντρα απροσδιόριστης υπόστασης, ίσως απλώς εκπρόσωπο του φύλου του, ίσως Τρελό, όπως το πρόγραμμα της παράστασης  υποδεικνύει.
Η παράσταση είναι εξαιρετικά ατμοσφαιρική, καθώς άλλωστε υποβοηθείται και από το «φυσικό» σκηνικό, το ίδιο το θέατρο «Εκάτη», που φροντισμένο από την ιδιοκτήτρια Βαλεντίνη Λουρμπά με τα παλιά σκαλιστά, ιδιαίτερα έπιπλα, τις δαντέλες και τα θεατρικά κοστούμια, τα μακριά φορέματα και τα μανσόν, το πιάνο, τους καθρέφτες, τον υποβλητικό φωτισμό, τα μικρά, διάσπαρτα αντικείμενα, σε μεταφέρει σε άλλην εποχή, σε κατακτά και σε παγιδεύει εντός του. Όλος ο χώρος του θεάτρου χρησιμοποιείται από τους ηθοποιούς σε μικρές, χαρακτηριστικές, επιμελημένες στη λεπτομέρειά τους κινήσεις. Στην όλη ατμόσφαιρα συμβάλλει σημαντικά και η μουσική, εύστοχα επιλεγμένη από τον Μιχάλη Σαρημανώλη (από Ραχμάνινοφ μέχρι Κοέν), επιδέξια φωτισμένη από το πονετικό, συχνά σπαρακτικό, τραγούδι της Ειρήνης Γεωργίου (ποιήματα του Χρονά μελοποιημένα από Χατζηδάκη, Μαρκόπουλο, Ανδρέου, Καρακατσάνη).
Το σκηνικό του πορνείου μοιάζει νάναι το κατάλληλο για να αναδείξει την ατμόσφαιρα του έρωτα και του θανάτου, που ο λόγος του Χρονά διακονεί. Μοιάζει νάναι το κατάλληλο για να υπογραμμίσει την έννοια του περιθωρίου, τον πολιτισμό της εσοχής, που η ποίηση του Χρονά καίρια αιχμαλωτίζει. Οι διάλογοι, οι μονόλογοι, που εναλλάσσονται στη σκηνή δεν φωτίζουν μόνο τα πρόσωπα αλλά κυρίως τη συνολική κατάσταση, την αίσθηση του μοιραίου και του αδιεξόδου. Φέρνουν στο προσκήνιο όσα βρίσκονται στο παρασκήνιο, όσα κινούνται περιθωριακά, όσα αχνοφαίνονται πίσω από τις χαραμάδες. Μεγαλώνουν τα γράμματα των υποσημειώσεων της ζωής, μεγεθύνουν τις λεπτομέρειες της ύπαρξης κάποτε βρόμικες και θλιβερές, ακόμη και ποταπές. Δίνουν φωνή στις σιωπές, φωτίζουν τις σκιές. Προβάλλουν τις αντιηρωικές μορφές των ανθρώπων του υπογείου και της συνενοχής, που μπορεί να μην καταφέρνουν ν’ αφήσουν ίχνη από το πάτημά τους, χαρακιές από το διάβα τους, είναι όμως οι ίδιοι βαθιά χαραγμένοι, καίρια σημαδεμένοι από την προσπάθεια, από την πληγή, από τη σκέψη. Οι από σκηνής διάλογοι και μονόλογοι κάνουν κραυγή τη μύχια σκέψη τους, τη σκοτεινή ενοχή τους, την ανείπωτη επιθυμία τους, την ανεκλάλητη παραφορά τους, που άλλοτε τους φέρνει κοντά στο θάνατο, άλλοτε κοντά στη μετάνοια κι άλλοτε κοντά στον πραγματικό εαυτό τους, στις διχασμένες αλλά και διψασμένες ψυχές τους, που οικειωμένες με τον αγοραίο έρωτα κάποτε επιζητούν την αγάπη. Ανασύρουν από τη λήθη ψυχικά τοπία της ερημίας, της μοναξιάς. Δίνουν υπόσταση σε φευγαλέα, δειλά όνειρα, θολά, αμφίβολα αισθήματα.
Το έργο είναι αφιερωμένο σ’ αυτούς που ξεβράστηκαν απ’ τα απόνερα της ύπαρξης, που έζησαν στο σκοτάδι και στη μοναξιά, σ’ αυτούς που αναλώθηκαν σε σχέσεις παροδικές, σε λάμψεις φευγαλέες. Και μ’ αυτή την έννοια μοιάζει παράξενο που μας αγγίζει όλους, μας προβληματίζει και για το γύρω μας και για το μέσα μας, μας βυθίζει σε περιοχές μυστηριακές, μας κάνει να τυλίγουμε και να ξετυλίγουμε μαζί με τον Τρελό του έργου το μίτο της ύπαρξης και του χρόνου, να αναγνωρίζουμε στο τραγούδι της σενιόρας Νόρας τους δικούς μας καημούς, να φθάνουμε στην άκρη του βράχου μαζί με τη Βεργίνα, να ανάβουμε τα κεριά μαζί με τη νεαρή Σώτη, που δεν σώθηκε, να ρίχνουμε τα βέλη μας έξω από το στόχο μαζί με τους ήρωες, για να εξέλθουμε νικημένοι από το άνισο παιχνίδι με τη ζωή και το χρόνο.Το έργο μας υπενθυμίζει τη ματαιότητα, μας βασανίζει με τους στοχασμούς του, μεστά και υποβλητικά ειπωμένους απ’ όλους τους ηθοποιούς: την Ειρήνη Γεωργίου στο ρόλο της Νόρας, ηθελημένα ισορροπημένη ανάμεσα στη σκληρότητα και τη συμπόνια, αλλά και την εσωτερική αναζήτηση την ώρα του τραγουδιού, την Ελένη Μπέη στο ρόλο της Βεργίνας, πειστική, εύθραυστη, πονεμένη, ακροβατικά έτοιμη και μαζί άτολμη για την «απόδραση», την Όλγα Στέφου στο ρόλο της Σώτης, ήρεμη και εσωτερική, ακόμα διαποτισμένη από αισθήματα, (όλες με αισθαντικές κινήσεις και αισθαντική εμφάνιση, οριακά ισορροπημένες πάνω σε μαύρα τακούνια), τον Γιάννη Κωσταρά στο ρόλο του Τρελού, αρκούντως αινιγματικό και φιλοσοφημένο, με εσωτερικευμένο στοχασμό.  
Κι ακόμη, παρότι το έργο ανακαλεί την ατμόσφαιρα περασμένων δεκαετιών, του 50 ή του 60, μ’ έναν παράξενο τρόπο σε επαναφέρει στο παρόν είτε με τις αναφορές στη φτώχεια, τη στέρηση, την ταπεινότητα και τα ρημαγμένα όνειρα, που μοιάζουν να επανέρχονται βίαια στις μέρες μας είτε κυρίως με τη διαρκή υπενθύμιση των αδικαίωτων ανθρώπινων πόθων, του μάταιου της ανθρώπινης ύπαρξης, του κεριού που θα σβήσει για πάντα όσο δυνατά ή όσο αχνά κι αν φώτιζε….

Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας

Δημοσιευεται :
ΝΟΥΜΑΣ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ΄


«Δανειστές» του Αύγουστου Στρίντμπεργκ στο θέατρο «Εκάτη»

    Από τον κριτικό και θεατρολόγο Κωνσταντίνο Μπούρα
Η κατάχρηση εξουσίας στις σχέσεις των ανθρώπων, ειδικά εκείνων που μας αγαπούν και μας έχουν αδυναμία, καθιστά δύσκολη – αν όχι ανέφικτη – τη στενή συζυγική συνύπαρξη ανήσυχων ατόμων. Κι ακόμα δυσκολότερα γίνονται τα πράγματα όταν ο ένας από τους δύο ή και οι δύο είναι καλλιτέχνης ή λογοτέχνης. Εκεί το άθλημα απαιτεί υψηλές επιδόσεις κατανόησης του άλλου, συμπάθειας, ειλικρινούς φιλίας κι αλληλοεκτίμησης προκειμένου να μην βυθιστεί ο Τιτανικός του ιερού δεσμού που συνάπτεται συν τω χρόνω μεταξύ ψυχών και σωμάτων τών συνυπαρχόντων. Ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ ειδικεύτηκε (για τους δικούς του ψυχαναλυτικούς λόγους) με το μίσος που ολοένα και βαθαίνει ανάμεσα σε συζύγους που τους χωρίζουν κοινωνικές διαφορές ή φιλοδοξίες, αλαζονείες κι έλλειψη μετριοπάθειας. Ο «Πατέρας» είναι ένα μεγαλειώδες έργο, μνημείο αγεφύρωτων συγκρούσεων στα πλαίσια της κυτταρικής οικογένειας και δυσαναπλήρωτων χασμάτων στις ψυχές των ατόμων. Η συλλογική ανθρώπινη ψυχή εν τούτοις πάσχει σε κάθε επιμέρους πληγή που δέχεται στον κορμό της, ακριβώς όπως ένα δέντρο γνωρίζει πολύ καλά τον πόνο και τη δυσφορία κάθε φύλλου του.
Στους «Δανειστές» ένας πρώην κι ένας νυν σύζυγος αναμετρούνται με το διαβολικό θηλυκό, που ξέρει μόνο να παίρνει και να βαμπιρίζει πάνω στους άλλους, δεν στερείται όμως αισθημάτων και στοργής για τα ταλαίπωρα αρσενικά που απομυζά. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα ο μισογυνισμός του Στρίντμπεργκ και η βαθιά του αποστροφή για το γυναικείο σώμα που το παραλληλίζει με το πρησμένο κορμί ενός αφύσικου εφήβου αγοριού.
Η Βαλεντίνη Λουρμπά έστησε στο ιδιαίτερα ποιητικό θέατρο «Εκάτη» επί της οδού Εκάτης (λίγο πιο πάνω από την πλατεία Κυψέλης) μια ιδιαίτερα λιτή, ατμοσφαιρική, υποβλητική παράσταση ουσίας, όπου αναδείχτηκαν (σε χαμηλούς τόνους) όλα τα επίπεδα του ερεβώδους κειμένου των «Δανειστών» του σκανδιναβού Ευριπίδη που λάμπρυνε με το μαύρο του φως την δραματουργία του εικοστού αιώνα. Το μίσος ως αρνητικό της αγάπης. Η εχθρότητα ως αντικατοπτρισμός της φιλότητας. Ο έρωτας ως αντίδοτο και προθάλαμος του θανάτου. Η ανημπόρια του απομυζημένου συζύγου εκφράστηκε με απόλυτα αισθητικά πλαστικό τρόπο από τον εξαίρετο ηθοποιό Παναγιώτη Κατσίκη. Μετρημένος και συνεπής στις ψυχικές διακυμάνσεις τού ρόλου τού πρώην συζύγου που ζητάει πίσω τα ρέστα του, ο Γιάννης Πάρτογλου υποδύθηκε το Κακό σε όλες του τις εκφάνσεις της λεκτικής και ψυχολογικής βίας. Η Φίλια Δελαγραμμάτικα ισορρόπησε επιτυχώς μεταξύ του διαβολικού θηλυκού, της ερωτιάρας γυναίκας και της συμπονετικής συζύγου. Η ζυγαριά δεν έκλινε ούτε στιγμή προς την πλευρά της απάνθρωπης απονιάς κι αυτό έσωσε το δραματικό πρόσωπο τής δευτεροπαντρεμένης συγγραφέως από την αντιπάθεια του θεατή, δίνοντάς του το έναυσμα ακόμα και να ταυτιστεί στανισλαβσκικά μαζί της. Εύγε σε όλους. Η μετάφραση ήταν της έμπειρης στα στριντμπεργκικά κείμενα Μαργαρίτας Μέλμπεργκ. Μέσα στην αχλύ τού σκανδιναβικού εσωτερικού τοπίου οι φωτογραφίες του Κοσμά Πανωρίδη.

Οδός Πανός, τχ. 156 Κωνσταντίνος Μπούρας

                                                                                                  Χαρά Κιούση
Οι Δανειστές του Στρίντμπεργκ, έργο του 1880, συναντώνται σε μια κλειστή βεράντα παραθαλάσσιου ξενοδοχείου.
Είναι πρόσωπα αινιγματικά, ξαφνιάζοντάς μας  με την αντιφατικότητα και την ανακολουθία των συναισθημάτων τους
Η Θέκλα, συγγραφέας φιλάρεσκη, και πολυγαμική εγκαταλείπει τον άνδρα της Γκούσταβ που την είχε διαπλάσει για τον Άντολφ, έναν ζωγράφο , τον οποίο απομυζά οικονομικά και τον εξουθενώνει αργότερα ψυχικά.
Ο Γκούσταβ τους εκδικείται "αφού πρώτα θα στυλώσει τον Άντολφ στα πόδια του για να έχει την ικανοποίηση πως τον σκότωσε ο ίδιος, προκαλώντας του μέσω της υποβολής, επιληπτική κρίση".
Στον όμορφο χώρο, με το έντονο προσωπικό γούστο, έχω την αίσθηση πως η αμήχανη σκηνοθεσία δεν κατάφερε να αναδείξει τον υψηλό λόγο του συγγραφέα με το "ασθμαίνων μίσος" τα δάνεια ζωής και τον διαμελισμό των ψυχών.
Ωστόσο θα παινέσουμε τις φιλότιμες προσπάθειες των πρωταγωνιστών και την προσφορά του προγράμματος με όλο το κείμενο σε όλους τους θεατές.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία.......................Β. Λουρμπά
Ερμηνεία
Π. Κατσίκης
Γ. Πάρτογλου
Φ. Δελαγραμμάτικας
Γιούλη Χρονοπούλου

Οι «Δανειστές» του Στρίντμπεργκ στο θέατρο Εκάτη

Το έργο:
Τα χρέη στο έργο «Οι Δανειστές» του μεγάλου Σουηδού δραματουργού Αύγουστου Στρίντμπεργκ δεν είναι χρέη οικονομικά. Τα δάνεια είναι ψυχικά, οι επιταγές καλύπτουν ή αφήνουν ακάλυπτη τη ζωή, οι χρεώστες οφείλουν ευγνωμοσύνη.
Τα χρέη στους «Δανειστές» δεν είναι ληξιπρόθεσμα, είναι μακράς πνοής, ακολουθούν τους εμπλεκόμενους στις περίπλοκες διαδρομές τους και μ’ έναν τρόπο μεταβιβάζονται στο θεατή. Είναι δάνεια ανεκτίμητης αξίας, ξεπληρώνονται δύσκολα… Ταυτόχρονα διαπλέκονται με το αιώνιο παιχνίδι των φύλων, με τη διεκδίκηση της αγάπης.
Το έργο έχει θέμα το αρχετυπικό τρίγωνο. Μια γυναίκα διεκδικείται (ως χρέος, ως δάνειο;) από δύο άντρες. Εδώ όμως δεν πρόκειται για τον κλασικό συνδυασμό (σύζυγος, εραστής), αλλά για δύο συζύγους (τον νυν και τον πρώην) και - με μιαν έννοια - δυο εραστές (τον πρώην, που στην πορεία έγινε σύζυγος, και – θάλεγε κανείς - τον επόμενο, όπως τουλάχιστον ευελπιστεί να γίνει ο πρώην σύζυγος). Μ’ έναν τρόπο και οι τρεις είναι δανειστές (ή δωρητές;): ο πρώτος σύζυγος, ο καθηγητής Γκούσταβ, έδωσε στη γυναίκα, τη Θέκλα, γνώσεις, φίλους, ανεξαρτησία, κοινωνική θέση, ο νυν σύζυγος, ο ζωγράφος Άντολφ, της έδωσε τη συγγραφική της υπόσταση, κοινωνική αναγνώριση, εξύψωση μέσω της τέχνης κι εκείνη τους χάρισε (;) τον έρωτα… Κι ακόμη ο πρώην σύζυγος διεκδικεί το χρέος του από τον άλλον άντρα (τη σύζυγο που έχει χάσει).
Ο Στρίντμπεργκ πάντως θεωρεί ότι εκείνη που κυρίως χρωστά και οφείλει να ξεχρεώσει είναι η γυναίκα. Στο έργο αποτυπώνει τη δική του απογοητευτική εμπειρία από τρεις αποτυχημένους γάμους και την οριστική – καθώς φαίνεται - απαξίωση για το γυναικείο φύλο. Η γυναίκα εμφανίζεται να περιπαίζει τους άντρες, να τους περιγελά, να τους εκμεταλλεύεται, να παίρνει χωρίς να δίνει, να δανείζεται χωρίς να ξεπληρώνει, να οπισθογραφεί με άνεση ακάλυπτες επιταγές, αθετώντας επιπόλαιες υποσχέσεις, να εισπράττει χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες. Εμφανίζεται κυνική, είναι το ισχυρό φύλο, κρατά στα χέρια της την τύχη των ανδρών. Οι άντρες υποφέρουν, βασανίζονται από ζήλεια, από αδιέξοδα, από νέκρωση της δημιουργικότητας, από «στειρότητα». Η πάλλουσα ανησυχία των ψυχών ανήκει σ’ αυτούς. Κι όμως είναι αυτοί (και οι δύο) που πρόσφεραν γενναιόδωρα (;) την προστασία και τις ευκαιρίες στη γυναίκα, ώστε να αναδειχθεί εκείνη και τελικά να αυτονομηθεί και να αντιστρέψει την εξάρτηση. Αυτή η δωρεά γίνεται τώρα ανεξόφλητο χρέος, καθώς εξακοντίζεται στην απαγορευμένη περιοχή της αχαριστίας. Απαιτεί αντάλλαγμα.

Η παράσταση:
Στον υπέροχο χώρο - σκηνικό του θεάτρου Εκάτη αναβιώνει μ’ έναν ιδιαίτερα ατμοσφαιρκό τρόπο το έργο του Στρίντμπεργκ. Η εξαιρετικά προσεγμένη παράσταση αναδεικνύει με μαεστρία την εσώτερη ψυχική κίνηση των ηρώων, την ταραχώδη εσωτερική διαδρομή των πνευμάτων τους, την υπόγεια τρικυμία των διανοημάτων τους, αλλά και τα πολυάριθμα παιχνίδια προσωπείων και εξαπάτησης, που κατακλύζουν το έργο. Γιατί οι ρόλοι δεν είναι ξεκάθαροι από την αρχή, οι ταυτότητες δεν έχουν πλήρως αποκαλυφθεί, ο πρώην σύζυγος εμφανίζεται στον νυν με άλλο προσωπείο, κι έτσι το παιχνίδι αληθούς – ψευδούς (μάλιστα εντός του κατά σύμβαση ψευδούς θεάτρου) είναι κυρίαρχο στο έργο.
Το παιχνίδι της εξαπάτησης βρίσκεται συνεχώς επί σκηνής, όντας και αυτό αιώνιο και διαρκές, παιχνίδι στο οποίο εμπλέκεται υποχρεωτικά και ο θεατής λόγω της θέσης
του, καθώς καλείται να ερμηνεύσει, να αποκωδικοποιήσει, να δει πίσω από τα προσωπεία, να διαγνώσει προθέσεις, να κάνει υποθέσεις, να υπερβεί το λόγο, το φαινόμενο και να εισχωρήσει σε εσώτερες στοιβάδες μέσω ωστόσο του λόγου, του φαινομένου, παρότι – είναι αλήθεια – πως γνωρίζει (όπως και στην αρχαία τραγωδία) περισσότερα από τους ίδιους τους ήρωες. Τα πρόσωπα είναι και - μ’ έναν τρόπο - δεν είναι αυτό που βλέπουμε, κυρίως ο πρώην σύζυγος και η γυναίκα, καθώς ο πρώτος κρύβει την ταυτότητά του από τον νυν σύζυγο (και αναγκαστικά και από τον θεατή) στην εναρκτήρια σκηνή του έργου, ενώ η δεύτερη παίζει (ή παρουσιάζεται να παίζει) διαρκώς ένα διπλό παιχνίδι είτε ως παρόν πρόσωπο είτε ως απόν είδωλο. Οι δύο άντρες στήνουν επίσης ένα παιχνίδι εξαπάτησης – παγίδευσης προς τη γυναίκα, η οποία με τη σειρά της μοιάζει να παίζει και με τους δυο τους (καθώς αναφέρεται η ακατάπαυστη διάθεσή της να φλερτάρει με άλλους) και ταυτόχρονα να τους αγαπά.
Οι ηθοποιοί φορούν «τη μάσκα» του ήρωα και ταυτόχρονα «τη μάσκα της μάσκας» του ήρωα που υποδύονται. Κατ’ αυτήν την έννοια πρόκειται για ρόλους εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθούν, που εν προκειμένω ευτύχησαν κάτω από τη σκηνοθετική καθοδήγηση της Βαλεντίνης Λουρμπά να ενσαρκωθούν με πειστικότητα και πληρότητα από τους τρεις ηθοποιούς: τον Γιάννη Πάρτογλου στο ρόλο του πρώην συζύγου, που καταφέρνει να βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα και έξω από τα δρώμενα, να προκαλεί και να υφίσταται, να αποστασιοποιείται και να καταβυθίζεται, να καθοδηγεί τη δράση και να αποτελεί μέρος της, τον Παναγιώτη Κατσίκη στο ρόλο του νυν συζύγου, που μεταδίδει τον εσωτερικό σπαραγμό του, τη μεταβαλλόμενη διάθεσή του, την τρικυμισμένη υπόστασή του, την ευάλωτη και ασταθή καλλιτεχνική φύση του, και τέλος, την εξέχουσα Φίλια Δελαγραμμάτικα, που παρασταίνει με φυσικότητα, φιλαρέσκεια, ζωηρότητα και παιχνιδιάρικη διάθεση τη μοιραία γυναίκα, κομίζοντας με την πολυαναμενόμενη είσοδό της στη σκηνή έντονη ενεργητικότητα, τόση ώστε να αποτυπώνεται και να δικαιολογείται η αναστάτωση που έχει ήδη προκαλέσει στις ψυχές των ανδρών.
Το έργο εκτυλίσσεται ως μια αγωνιώδης ψυχολογική αναμέτρηση, που κρατά μετέωρες απορίες, γεννά ερωτηματικά και αποπνέει μιαν ατμόσφαιρα εκρηκτικής αναμονής, που παραμένει αιωρούμενη ως το (ατελές, δηλαδή πολλαπλών ενδεχομένων και ανοιχτών λογαριασμών) τέλος.
Πρόκειται για έργο περίπλοκο και βαθιά εσωτερικό, με σημαντικές επομένως δυσκολίες στο ανέβασμά του. Η παράσταση στο θέατρο Εκάτη, ωστόσο, τα κατάφερε. Η Βαλεντίνη Λουρμπά με τη φιλολογική της διεισδυτικότητα και τη θεατρική της επάρκεια το σκηνοθέτησε με ευστοχία και υποβλητικότητα.
Οι επιλεγμένες σκηνοθετικές υπογραμμίσεις της ανοίγουν πόρτες ερμηνευτικές. Τα βελάκια, λόγου χάριν, που πετά ο Γκούσταβ στη διάρκεια της παράστασης σημαδεύουν περισσότερο από το στόχο την καρδιά του ανταγωνιστή του, την πορεία των πραγμάτων, την αντίληψη του θεατή.
Η διαρκής «παρουσία», από την άλλη, της γυναίκας στη σκηνή (κι όταν αυτή απουσιάζει) δεν εμφαίνεται μόνον από το γεγονός ότι αποτελεί συνεχή αναφορά στα λόγια των αντρών, αλλά και από την ύπαρξη δυο απεικονίσεών της, ενός δυναμικού και ευμεγέθους πορτρέτου και μιας γλυπτής προτομής (τα δυο στάδια της καλλιτεχνικής εξέλιξης του συζύγου της). Η Θέκλα είναι πάντα παρούσα στη σκηνή είτε ως φυσική παρουσία είτε ως αναφορά είτε ως αναπαράσταση μέσα από τον πίνακα αλλά και το γλυπτό, συχνά παρούσα δι’ όλων των τρόπων (βλέπεις ταυτόχρονα 3 Θέκλες: τη ζωντανή, τη ζωγραφιστή, τη γλυπτή κι ακόμα παραπέρα τη Θέκλα μέσα στους άντρες που τη διεκδικούν αποκλειστικά, τη Θέκλα παντού). Η σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά εξαίρει αυτή την πανταχού και διαρκή παρουσία, σ’ένα ούτως ή άλλως έντονα τριαδικό έργο, που μιλά για ένα ερωτικό
τρίγωνο, με τους τρεις πρωταγωνιστές του (τις τρεις ακμές του) να αποτελούν τα μόνα σκηνικά πρόσωπα (αλλά και τα μόνα αναφερόμενα πρόσωπα), με τις τρεις σκηνές του να συνίστανται από τρεις αντίστοιχα διαλόγους ανάμεσα στους τρεις συνδυασμούς των πρωταγωνιστών (οι δύο άντρες μεταξύ τους, η γυναίκα με καθέναν από τους δυο).
Το έργο (και ο Στρίντμπεργκ) σπαράσσεται από πάθη. Και η Βαλεντίνη Λουρμπά σκηνοθετεί επίσης παθιασμένα κάνοντας να αναδυθεί ο συμπυκνωμένος ατμός από το φελλό του μπουκαλιού, που τόσο συχνά ανοίγει στη διάρκεια του έργου για να κατεβεί στα σωθικά των ηρώων και να εξατμιστεί εξαγνισμένος στο θέατρο. Το ίδιο το θέατρο ως φυσικός χώρος συμβάλλει στη δημιουργία ατμόσφαιρας, καθώς αποτελεί και το σκηνικό του έργου
Ο ίδιος ο δραματουργός ονόμασε αυτό το έργο του τραγικωμωδία, γιατί προφανώς έβλεπε και τη γκροτέσκα, σαρκαστική πλευρά του πράγματος, του μάταιου δηλαδή παιχνιδιού, του καταδικασμένου «κρυφτού» ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος.
Η παράσταση του δυνατού ομολογουμένως αυτού έργου μάς …δανείζει έστω για λίγο κάτι από τα πάθη των ηρώων του, τις αναπάντητες αγωνίες τους, την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των σκηνών του. Στη Βαλεντίνη Λουρμπά (και τους συνεργάτες της) …χρωστάμε μια σημαντική θεατρική εμπειρία, τη ζεστασιά της υποδοχής και της φιλοξενίας στο γοητευτικό χώρο της, αλλά και τη σταθερή προσφορά της στα θεατρικά πράγματα με τις πάντοτε σοβαρές και προσεκτικές επιλογές της,
Λένε πως ο Στρίντμπεργκ, ο οποίος ήταν ευρυμαθέστατος και πολυπράγμων, στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με την αλχημεία προσπάθησε να δημιουργήσει χρυσάφι. Φαίνεται πως (μ’ αυτό το έργο και - θα πρόσθετα αναχρονιστικά - μ’ αυτήν την παράσταση) το κατάφερε…
Γιούλη Χρονοπούλου, δρ φιλολογίας

Δημοσιεύεται στην εφημερίδα "ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ"
Κυριάκος Βαλαβανης
θέατρο ΕΚΑΤΗ "ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ" του Αυγουστου Στριντμπεργκ
Σε μιαν ατμοσφαιρα αναλόγου περιβαλλοντος συγκερασμού προσκλησεως τερψεως στοχασμού , ήρεμης  διαμαρτυρίας θορυβου , σιωπής εντονων νυξεων  και συμβατικης λογικης  των σχέσεων και ανταλλαγής απόψεων ελεχθησαν σε μιαν αισθητικη απόλαυση επικοινωνιας και μεθεξεως ιδιαιτερων στιγμών απόψεις θεατών και αθεάτων σκηνών ζωής  μ' ενα ύφος  και ποιότητα καποτε αληθινων ωρών αποτιμήσεων και άλλοτε αντιφατικων και εκφραστικής αναληθείας αναπαραστατικα γεγονότα φολκορικων διαστροφων. Σπουδαιος ο μονολογος  ή διάλογος των συνομιλητων  όπου το σκηνοθετικο περιβαλλον και η ανταλλαγή  και επιμελεια της ολης ατμοσφαιρας  ήτο οικεία και καλλιτεχνική και αυτή επληρωνε τη μελαγχολικη νοσταλγια , γαληνη εικόνες ακολαστες ,εσωτερικης νομοτελειας, πάθους , λαχταρας ανανεωτικής φρασκαδας ευαισθησια και απλοτητα. Το περιβάλλον αυτο το έστησε και το επιμελήθηκε η σκηνοθετιδα και επιμελητρια Βαλεντινη Λουρμπα.
Το αγγιζομενο θέμα του συγγραφεως Α. Σ. γνωστο απο καταβολης  κοσμου αφου ανεκαθεν καποιοι μας δάνειζαν και οι δανειζομενοι στη συμφωνία των μερών μας και την δυσαρμονια των σχέσεων μέσα σε μιαν αέναη σύγκρουση και ανταλλαγή  συγκρουσεων κρυωναν τις ζεστες ανθρωπινες γωνιες τους. Μεσα σε αυτό το κλιμα των εντυπώσεων της βιωματικης θεωρησεως την πολυπροσωπη σύνθεση των απόψεων αληθειας και ψευδους μας επηρεάζει και με των ετεροκλητων προτάσεων μνημονευει το γνωστο αγνωστο του μυθου μυστηριο ο δανειστης προκειμενου να ερεθισει το δανειζομενο με τον συνδυασμο των αντιφασεων του.
Ενα έργο βαρυ ευθυνης διαχρονικο κάποτε πολυδαίδαλο ή και δυσερμηνευτο που μεσα στην περιπλανωμενη μνημη του καλεισαι στα σημεια αναφορας του να ανταποκριθείς  ή στην αίσθηση του μυστηριου με μιαν με μιαν αλληγορικη εξηγηση. Σε αυτο το πολυδαίδαλωδες έργο όλοι εσεις με την επιμελητρια και σκηνοθετιδα Β.Λ. μέσα σε μιαν ιδιαιτερη πλαστικοτητα μυστικου διαλογου ψυχής αποκρυπτογραφησατε το μυθο του και με την προσωπικοτητα σας αφήγηση ή όλων των συντελεστών προσδιορίσατε το μέγεθος  της ευθυνης. Περαν από τον πολυ σπουδαίο ρόλο της σκηνοθετιδος Β.Λ.  με βλέμμα οικείωσης το περιέβαλλον όλοι οι συντελεστες μουσικης , χορογραφιας επιμελειας ήχου φωτισμού κλπ.
Τέλος  ο ρόλος των ηθοποιων  όχι γιατι ανήκουν στους επωνυμους έδωσαν ένα αποτέλεσμα βιωματικης θεάσεως και ουσιας .΄Ητο μετοχοι στη μορφή τη σκεψη στα βιωμένα σχήματα της εξελικτικής πορειας του νεοσυμφραζομενου αποτελεσματος. Υποδειγματική η τεχνική  τους ελεγχόμενη καθε κινηση τους εστιασαν απόλυτα την πηγη της εσωτερικης θελησεως του πρωτεργάτη την απαίτηση και με την πληροτητα των διατυπωσεων τους κυριαρχησε το πνευμα  και οι αισθησεις τους, στου μυθικου και ερωτικου στοιχειου και συμβολου της αληθινες ή μυθικες διαστασεις το δομικο αποτελεσμα. Η Βαλεντινη Λουρμπα επιμελητρια το πειθαρχημενο επιτελειο των συντελεστων εναρμονισθηκε απόλυτα εις την ισορροπια ταξη αισθητικη της  παιδεια και σαν παθιασμενοι της τεχνης συνεργατες σου περασαν τα μυθικα τους περασματα τους. Εξαιρετικος ο Παναγιωτης Κατσικης στο ρολο του ερωτευμενου καλλιτεχνη, πειστικοτατος ο Γιαννης Παρτογλου στο ρολο του σατανικου πρωην συζυγου και εξαιρετικη η Φιλια Δελαγραμματικα στο ρόλο της μοιραιας γυναικας. Μια παρασταση που την συνιστω
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ 

 ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΑΤΗ  ΄΄ ΟΙ ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ ΄΄  ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ
              Σκηνοθεσία – καλλιτεχνική επιμέλεια : Βαλεντίνη Λουρμπά

                                                Του Πάτροκλου Λεβεντόπουλου

               Σήμερα, κάπου περισσότερο πλέον από εκατό χρόνια από την γέννηση του Στριντμπεργκ , ο λόγος του παραμένει εξ ίσου σχεδόν επίκαιρος και διαφωτιστικός από την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα στις αρχές του 20ου αιώνα. Η διεισδυτική ματιά του ακόμη και σήμερα κεντρίζει και κλονίζει δημιουργικά τα στερεότυπα της επιτηδευμένης μας ηθικής που αποτελεί την ΄΄πολιτισμένη΄΄ μας πρόφαση, το άλλοθι ενός πρωτόγονου εγωισμού και μιας ανεξέλεγκτης ματαιοδοξίας.
Η παράσταση στην θέατρο Εκάτης ευτύχησε τόσο σαν δραματουργική επιλογή, όσο και στην  υλοποίησή της κάτω από την έμπειρη καθοδήγηση της κ Λουρμπά που με εμπεριστατωμένη λιτότητα έστησε την σκακιέρα των ηρώων της και με προσήκουσα ευλάβεια στο κείμενο άφησε να ξετυλίγεται ο μίτος της Αριάδνης εστιάζοντας στην απρόσκοπτη εκφορά του λόγου που δικαιώθηκε από αυτήν την επιλογή της. Οι ηθοποιοί
Κινήθηκαν με φυσικότητα και με αυθόρμητη εξωτερίκευση του συναισθήματος συνενοχής
Που απαιτούσε ο ρόλος, εξισορροπώντας έτσι τις ψυχολογικές αντιφάσεις και ψυχικές
Μεταπτώσεις των ηρώων με μια  πικρίζουσα  κωμική απόχρωση. Η σκηνογραφία αποδείχτηκε επαρκής και λειτουργική ενώ αυτή η ίδια διαμόρφωση του θεατρικού χώρου
Λειτουργούσε σαν προέκταση της σκηνής σε μια ενιαία ατμοσφαιρική σύνθεση που παραπέμπει σε κλασικίζον μπαρόκ του περασμένου αιώνα.
Το έργο φέρει όλη την κλασική προβληματική του Στριντμπεργκικού θεάτρου και με  μια αριστοτεχνική οικονομία εκθέτει τα σκοτεινά κίνητρα της απληστείας του ανθρώπινου εγώ που επεκτείνει και  ολοκληρώνει την αυταρέσκειά του υπονομεύοντας την ευτυχία των συνανθρώπων του ή υποθάλποντας τον κανιβαλισμό των ανταγωνιστών του με μακιαβελική πανουργία και απάτη.
 Η αποδόμηση ενός γάμου συντελείται πρώτα στο μυαλό των εύπιστων ή  αφελών ανθρώπων σαν μια θεραπεία ανάνηψης από μια χρόνια πάθηση. Τόσο ο συκοφαντών όμως όσο και ο παραπλανημένος σύζυγος είναι εξ ίσου συνένοχοι από μια παράξενη συμπάθεια
Που μια σύμπτωση σαν κακοήθης πρόνοια ενεργοποίησε, άρα διαφεύγει από το απόλυτο
Μέγεθος ενός ολοκληρωμένου σατανικού σχεδίου. Η εξιδανίκευση του αντικειμένου του πόθου μας συνεπάγεται εύλογα την κτητική μας αποκλειστικότητα σ αυτόν και στο σημερινό μας βλέμμα δεν αθωώνει τον πλανημένο ευαίσθητο σύζυγο που γρήγορα αποδεικνύεται ανακόλουθος στο ανιδιοτελές του πάθος στην Θέκλα και γίνεται έρμαιο
στα χέρια ενός λογικού και συμπαθέστατου κατά τα άλλα μυστηριώδους ξένου που
σαν  έμπειρος χειρούργος κατακρεουργεί τον ίδιο αλλά και την φιλάρεσκη ενσάρκωση
της  γυναικείας γοητείας στην καρδιά του, παραμορφώνοντας και παραλλάσσοντας τα
γεγονότα σε a priori  αποδεικτικά στοιχεία ενοχής. Η εσωτερική δράση του έργου εξωτερικεύεται και εισπράττεται σαν εκμυστήρευση και αλογόκριτη εξομολόγηση
 δύο  πολιτισμένων Προτεσταντών με την δέουσα αυτοσυγκράτηση που σταδιακά
ξεχειλίζει όσο κυλάει ο χρόνος προαναγγέλλοντας την μεγάλη σύγκρουση. Μια αδιόρατη ανασφάλεια και ανησυχία είναι αισθητή από την αρχή του έργου. Οι αντίπαλοι αναμετριούνται ανά δύο επί σκηνής . Όλοι είναι οπλισμένοι με τα επιχειρήματά τους. Ανιχνεύονται  ψήγματα μισογυνισμού στο κείμενο αλλά ο Στρίντμπεργκ με σαρκαστικό
χιούμορ υπερασπίζεται την αλήθεια των ηρώων του. Ο μύθος του Πυγμαλίωνα, του άνθρωπου δημιουργού που διαπλάθει την ψυχή και την καρδιά και εν τέλει όλη την προσωπικότητα ενός άλλου ανθρώπου ,μπαίνει στην διαδικασία της αποτίμησης.
Όταν ο Άντολφ μετανοιωμένος με μεταλλαγμένη ψυχοσύνθεση ανατρέχει στην αμέριστη προσφορά του στην Θέκλα και με έκπληξη αυτοελέγχεται ως ορκωτός λογιστής για το τεράστιο έλλειμα στο ισοζύγιο συναισθηματικής και υλικής προσφοράς σ ένα αόρατο βιβλίο εσόδων και εξόδων, ο  συνομιλητής του με θαυμαστή αίσθηση του χιούμορ τον διακόπτει΄΄ και τώρα τι θες, απόδειξη ;
Τι έμπρακτα δικαιώματα έχει ο δημιουργός πάνω στο δημιούργημα του όταν αυτό αυτονομηθεί από αυτόν; Τα ερωτήματα, υπαινικτικά ή άμεσα θα αιωρούνται στην
σκέψη μας μετά την παράσταση σαν τρίξιμο από ένοικους φαντάσματα στο ερειπωμένο σπίτι της καρδιάς μας.
Στο ρόλο του Άντολφ που είναι το βαρόμετρο της παράστασης, ο κ. Κατσίκης απέδωσε τον ευάλωτο και κυκλοθυμικά ιδεαλιστή καλλιτέχνη με το σωστό συγκέρασμα αυθορμητισμού
και συναισθηματικής αναδίπλωσης, ενώ ο μεφιστοφελικά πειστικός και συμπαθής Γκούσταβ του κ Πάρτογλου στην άλλη όχθη διακρίθηκε καταλυτικά πολυσήμαντος και άξιος
υποκριτής  και διαπραγματευτής του Στριντμπεργκικού λόγου. Η κ Φίλια Δελαγραμμάτικα
υποδύθηκε την Θέκλα με σωστή αυτοσυγκράτηση  και  παρρησία χωρίς  να υποτιμήσει
την  θηλυκή φιλαρέσκεια της παραδοσιακά χειραφετημένης Σκανδιναβής ενώ όπως και αρχικά ελέχθη, η επιμέλεια της παράστασης από την κ Βαλεντίνη Λουρμπά απέδειξε την
καλή δουλειά που συντελείται στο μικρό αυτό θέατρο της Κυψέλης, σεμνά και χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά με επιμονή και συνεχή αφοσίωση στις  επιλογές ενός στιβαρού
και απαιτητικού ρεπερτορίου. Π.Λ

Δημοσιεύεται στο περιοδικό "ΝΟΥΜΑΣ"