Βρυκόλακες
Βρυκόλακες Θεατρο Εκάτη Γράφει η Εύα Στάμου
Οι Βρυκόλακες είναι μια οικογενειακή τραγωδία σε τρεις πράξεις. Γράφτηκε το 1881 και ανέβηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1882. Όπως πολλά από τα έργα του Ερρίκου Ίψεν, οι Βρυκόλακες είναι ένα καυστικό σχόλιο στα υποκριτικά ήθη του 19ου αιώνα. Όταν πρωτοπαίχτηκε είχε σοκάρει το συντηρητικό Νορβηγικό κοινό με τις αναφορές στη σύφιλη, το ψυχικό νόσημα, την υποκριτική σχέση κοινωνίας-εκκλησίας, την συναισθηματική οικογενειακή και κοινωνική βία που καθιστά τους ήρωες ψυχικά ανάπηρους. Ιδιαίτερα διεισδυτική και κριτική η ματιά του Ίψεν όσον αφορά στη θέση της γυναίκας στην Σκανδιναβία του 19ου αιώνα. Οι ηρωίδες του έργου ενσαρκώνουν την διαμάχη παλιού-νέου, οπισθοδρόμησης-ριζοσπαστικότητας. Από τη μία η κυρία Άλβινγκ θεματοφύλακας των συντηρητικών, καταπιεστικών ηθών και αξιών της Νορβηγικής αριστοκρατίας που τοποθετούν αυτόματα τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα των γυναικών σε δεύτερη μοίρα, κι από την άλλη η νεαρή Ρεγγίνα που αντιπροσωπεύει το καινούριο, την ενέργεια και τη δύναμη της εργατικής τάξης και καταφέρνει να ξεπεράσει τις συμβάσεις, και να χαράξει το δικό της δρόμο.
Η διαχρονικότητα του κειμένου του Ίψεν το καθιστά ανοιχτό σε πολλές, διαφορετικές αναγνώσεις. Κλασικό και μοντέρνο ταυτόχρονα, αντί να κατονομάζει θέματα όπως τα αφροδίσια νοσήματα, την ψυχική ασθένεια που ακόμα και σήμερα θεωρούνται ταμπού από μέρος του κοινού, τα υπονοεί προσφέροντας στην σκηνοθεσία ελευθερία κινήσεων. Στην παράσταση του Θεάτρου Εκάτη, η σκηνοθετική προσέγγιση χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, έλλειψη μανιέρας και υπερβολής. Η λιτή, μοντέρνα σκηνοθετική ματιά της Βαλεντίνης Λουρμπά βοηθά στο να εστιάσουν οι θεατές στην ουσία των χαρακτήρων του Ίψεν, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα του έργου. Το εξαιρετικό κείμενο - που παρουσιάζεται σε ρέουσα ανεπιτήδευτη μετάφραση από τον Λέοντα Κουκούλα - θέτει σημαντικές απαιτήσεις όχι μόνο ως προς την εκφορά του λόγου, αλλά και ως προς την σκηνική πραγμάτωσή του, μέσω, κυρίως, της κίνησης των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί ήταν όλοι καλοί. Ξεχώρισα τον Παναγιώτη Κατσίκη ο οποίος παίζει με ιδιαίτερα μοντέρνο και άμεσο τρόπο: επικοινωνεί άριστα με το κοινό, κινείται με άνεση και πειστικότητα στην σκηνή - είναι πράγματι στο πετσί του ρόλου του.
Και δυο παρατηρήσεις: Πρώτον δεν είμαι σίγουρη κατά πόσο οι μουσικές επιλογές που (σε υψηλή ένταση) συνόδευαν την μετάβαση από τη μία στην άλλη σκηνή, ήταν πάντα πετυχημένες. Δεύτερον, παρατήρησα μια αμηχανία στον τρόπο που κινούνται οι κατά τα άλλα πολύ καλοί Χάρις Συμεωνίδου, Σπύρος Στρεμμένος και Διονύσης Μπουρδέκας, χωρίς να είναι σαφές αν αυτό απορρέει από σκηνοθετική οδηγία που αποσκοπεί στο να τονίσει το πώς σε αντίθεση με τους νεότερους, (Παναγιώτη Κατσίκης, Κατερίνα Παπαγεωργίου, που κινούνται με άνεση στην σκηνή) οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι μέσα σε κοινωνικά καλούπια, ή αν απλά οφείλεται στο ευνόητο μούδιασμα των πρώτων παραστάσεων.
Θέατρο Εκάτη, Υακίνθου και Εκάτης 11, Πλ. Κυψέλης
ΝΟΥΜΑΣ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
Βρυκόλακες - Θεατρική Κριτική - Γράφει ο Κυριάκος Σμυρναίος
ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΑΤΗ «ΕΡΡΙΚΟΥ ΙΨΕΝ»
«Βρικόλακες»
Του ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΜΥΡΝΑΙΟΥ
Ο Ίψεν Χένρικ Γιόχαν γεννήθηκε (1828-1906) στο Σιέν της Νορβηγίας. Υπήρξε ποιητής και θεατρικός συγγραφέας πολλών έργων. Κυριότερα είναι το «Πέερ Γκύντι» το 1867, «Το κουκλόσπιτο» το 1879, «Οι βρυκόλακες» το 1881, «Κυρά της θάλασσας», «Μικρός Έγλιοφ», «ο Τζων Γαβριήλ», Μπόργκμαν, «Έντα Γκάμπλερ» το 1891 «Οι στυλοβάτες της κοινωνίας» 1884, «Η Αγριόπαπια», «Ο εχθρός του Λαού» κ.α. Ο Ίψεν έχει γράψει πολλά δράματα τα οποία μάλιστα ανθολόγησε το 1871 – «Ο τάφος του πολεμιστή», «Οι μνηστήρες του θρόνου», «Μραντ» κ.α.
Υπήρξε ένας άνθρωπος μοναχικός, φοβισμένος και εσωστρεφής. Στα δεκαοχτώ του αποκτά ένα παιδί νόθο και το συντηρούσε επί δεκατέσσερα χρόνια. Ήταν το μεγαλύτερό του μυστικό και μια σκοτεινή πλευρά της ζωής του. ταξίδεψε στην Ευρώπη και έζησε στη Γερμανία και Δανία. Γνώρισε και παντρεύτηκε τη Σουζάνα Θόρεσεν και απέκτησε ένα γιο. Έκανε προσπάθειες για να επιβάλει το έργο του στην πατρίδα του, αλλά οι συνθήκες του κοινωνικού συντηρητισμού δεν ευνοούσαν τις προοδευτικές αντιλήψεις του. πέρασε περιόδους οικονομικά χρεωμένος, καθώς και κρίσεις μελαγχολίας. Στους «Βρικόλακες» περιγράφει την ιστορία μιας γυναίκας, που αφιέρωσε τη ζωή της στον άνδρα της και το μονάκριβο παιδί της. Αυτός την απατά με την οικιακή τους βοηθό. Αυτή κάποτε το αντιλαμβάνεται και προκειμένου να ικανοποιήσει το τραυματισμένο της εγώ, παρατά το σπίτι της και καταφεύγει απερίσκεπτα και ανεύθυνα για να βρει καταφύγιο στο πρώτο μεγάλο έρωτα της ζωής, τον πάστορα Μάντερς. Αυτός λόγω θέσεως την επαναφέρει, την συνετίζει, την αποτρέπει από το λάθος της για λόγους καθήκοντος και αποστολής σαν κληρικός. Πεθαίνει ο σύζυγός της και έτσι σταματά το μαρτύριό της. Ο γιος της Όσβαλτ επιστρέφει από το Παρίσι που σπούδαζε ζωγράφος και της εκμυστηρεύεται τα σημάδια της άνοιας που του έχουν εκδηλωθεί και που θα τον οδηγήσουν σε πνευματική ανημπόρια. Ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια, για την οποία μόνο η μητέρα του γνωρίζει ότι είναι νόθος κόρη του πατέρα του. μέσα στην παράνοια και την κρίση του, ο γιος ζητά την έγκριση της μητέρας να την παντρευτεί, της περνά δακτυλίδι αρραβώνα και τότε η μητέρα του αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό ότι είναι αδελφή του. Η κρίση του Όσβαλτ κορυφώνεται, κρατά μαζί του το δηλητήριο και πείθει τη μητέρα του να του το δώσει προκειμένου να τον απαλλάξει από τον πνευματικό θάνατο που επίκειται από το μαρτύριο των βρικολάκων ερινυών και εφιαλτικών σκιών. Είναι ένα έργο που επισημαίνει λάθη, ηθική χρεοκοπία, εγγενή αδυναμία, εξαχρείωση αισθημάτων βεβήλωση ζωής, πνευματική κρίση, ανευθυνότητα, παραχάραξη αξιών. Οι βρικόλακες του Ερρίκου Ίψεν παίζονται στο πανέμορφο θεατράκι ΕΚΑΤΗ (Εκάτης 11, πλατεία Κυψέλης) σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά, η οποία με φαντασία, φυσικότητα και πειθαρχία κατέθεσε τα γεγονότα. Η πένθιμη μουσική του Σοπέν, οι φωτισμοί, η μοναδική μετάφραση του Λ. Κουκούλα, η δεξιοτεχνία του ηχολήπτη η εκφραστικότητα των ηθοποιών, δημιουργούν μια ατμοσφαιρική παράσταση οι ηθοποιοί προσέγγισαν και βίωσαν την τραγικότητα του έργου, πειθάρχησαν στις σκηνοθετικές υποδείξεις αλλά και αυτοσχεδίασαν με φυσικότητα, σε ένα δύσκολο έργο.
Οι «Βρικόλακες» έργο μελαγχολικό με σκληρές βιωματικές εμπειρίες ελεγειακής ατμόσφαιρας που απεικονιζόμενος κόσμος του το ήθος του και το ύφος έπρεπε να μας έχει κουράσει ψυχικά, αλλά οι ηθοποιοί πέτυχαν να δώσουν μια ατμόσφαιρα περιπλάνησης και ενδόμυχης περιέργειας. O Παναγιώτης Κατσίκης (Όσβαλτ) έπαιξε τρυφερά το vermolu, o Σπύρος Στρεμμένος (Πάστωρ Μάντερς) αξιόλογος στο ρόλο του αυστηρού και εγωϊστή πάστορα, η Χάρις Συμεωνίδου (Ελένη Άλβινγκ) καλή στο ρόλο της καρτερικής και υπερήφανης γυναίκας, η Κατερίνα Παπαγεωργίου (Ρεγγίνα Έκστραντ) πέτυχε στο ρόλο της φιλάρεσκης και ξιπασμένης και ο Διονύσης Μπουρδέκας (Ιάκωβος Έκστραντ) καλός στο ρόλο του υποκριτή και καιροσκόπου. Ιδιαίτερα άγγιξε τη ψυχή μου, η βιωματική τραγικότητα του Όσβαλτ Άλβινγκ (Παναγιώτη Κατσίκη).
Η ταυτότητα του έργου
Βρικόλακες Ερρίκου Ίψεν
Μετάφραση: Λέων Κουκούλα
Σκηνοθεσία: Βαλεντίνη Λουρμπό
Φωτογραφία: Χρίστος Ακρίδας
Ηχοληψία: Μιλτιάδης Μαγκώνης
Παίζουν οι ηθοποιοί: Παναγιώτης Κατσίκης, Σπύρος Στρεμμένος, Χάρις Συμεωνίδου, Κατερίνα Παπαγεωργίου, Διονύσης Μπουρδέκας.
(κριτικη λογου και τεχνης)
Βρυκόλακες- Θεατρική Κριτική - Γράφει η Αννα Μπάστα
ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΑΤΗ
ΒΡΥΚΌΛΑΚΕΣ ΕΡΡΙΚΟΥ ΙΨΕΝ
Αναμφισβήτητα , ο μεγάλος Νορβηγός είναι από τη στόφα των κλασσικών , που κατατάσσεται σήμερα στη χορεία των μεγάλων συγγραφέων όλων των εποχών. Χαρακτηριστικό της υφής των κλασσικών δημιουργών είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου ,αντί να αμβλύνεται η απήχηση των έργων τους , αντίθετα καταξιώνεται στην παγκόσμια συνείδηση .O Iψεν ,που γεννήθηκε το 1828 επηρεάστηκε από το Δανό φιλόσοφο κίερκερκαντ Σοπενάουερ , Χέγκελ και εξαιτίας της απέχθειας του προς το γερμανικό μιλιταρισμό , έκανε την αναρχική δήλωση [Το κράτος είναι η κατάρα του ανθρώπου ] Μετέφερε στο θέατρο όχι μόνο τις δικές του εμπειρίες αλλά ανατάραξε τα τέλματα αιώνων συντηριτισμού και ανθρώπινης καταπίεσης Το κουκλόσπιτο ,οι Βρυκόλακες , η Εντα Γκάμπλερ έγιναν σύμβολο του φεμενισμού Ο Ιψεν έθεσε στους θεατές ψυχικά και ηθικά προβλήματα , όπως αν αξίζει να συνεχίζεται ένας αποτυχυμένος συμβατικός γάμος χάριν του οικογενειακού ιδεώδους .Στους στυλοβάτες της κοινωνίας καυτηριάζει τις υπερβολές του κοινωνικού και οικονομικού κατεστημένου .Το κουκλόσπιτο αποτελεί τρόπαιο της γυναικείας χειραφέτησης, Ο εχθρός του λαού ,ύμνος στην ατομική ελευθερία , γκρέμισε πατροπαράδοτα ταμπού σεμνοτυφίας για χάρη της προσωπικής ευτυχίας. Κριτική που γράφτηκε για τους βρυκόλακες στη Daily telegraph το 1891 συγκρίνει το έργο με ένα ανοιχτό βόθρο ,μια αηδιαστική ανοιχτή πληγή ,μια βρωμερή πράξη που εκτελείται δημόσια .’η ένα Δημόσιο πτωχομείο ,με .ολες τις πόρτες και τα παράθυρα του ανοιχτά. Κτηνώδης ,κυνισμός , αηδιαστικός ,δηλητηριώδης ,άρρωστος , παραληματικός, αισχρός , σιχαμερός , δύσοσμος ,λογοτεχνικό ψοφίμι, κραιπαλέα ουσία, κλινικές ομολογίες. Η αρθρογράφος που έγραψε το άρθρο για τους Βρυκόλακες καλεί τις αρχές να ακυρώσουν την .αδεια του θεάτρου ,και δηλώνει ότι τον προέτρεψαν ,με την παράσταση , να περιγελάσει την τιμή ,να δυσπιστεί με την αγάπη , να .κοροιδεύψει την αρετή να μην εμπιστευεται τη φιλία ,και να χλευάσει τη συζυγική πίστη. Στους Βρυκόλακες ,Ο .Ιψεν έχει μια ασυμβίβαστη και ανοιχτή επίθεση εναντίον του γάμου σαν .αχρηστη θυσία του ανθρώπου σ΄ένα ιδανικό .,ώστε το νόημα που θέλησε να δώσει ,συσκοτίζεται από την ίδια τη σαφήνεια του
Είναι η ιστορία μιας γυναίκας που έπαιξε το ρόλο της υποδειγματικής συζύγου..Τα ιδανικά απαιτούν απ΄αύτην να κρατά τέτοια συμπεριφορά , απαιτούν επίσης να θεωρεί τον εαυτό της κατάφορα αδικημένη σύζυγο και τον άνδρα της παλιάνθρωπο.Ο γάμος της δεν ήταν από έρωτα. Τον δέχθηκε κάνοντας το καθήκον της ως θυγατέρα αν και η καρδιά της ήταν στραμμένη σ΄ένα ευπόληπτο. κληρικό ,τον πάστορα Μάντερς .Στέλνει το γιό της στο Παρίσι να σπουδάσει ξέροντας πως αν μείνει στο σπίτι ο κλονισμός των ιδανικών του θα¨ρθει αργά ή γρήγόρα .Μετά από χρόνια επιστρέφει από το εξωτερικό ,και η μητέρα του γίνεται ευτυχισμένη που θα χαρεί τη συντροφιά και την αγάπη του. Ο Οσβαλτ της αποκαλύπτει ότι έχει πάντα στην τσέπη του δηλητήριο για να το χρησιμοποιήσει όταν, όπως προέβλεψε ένας Παρισινός γιατρός ,θα παρουσίαζε συμπτώματα αδρανοποϊησης του εγκεφάλου .Η τελευταία σκηνή των Βρυκολάκων, είναι τόσο τραγική που δυσκολεύόυν οι συγκίνησεις να αντιληφθείς το νοημά του έργου.Οι Βρυκόλακες του Ερρίκου Ιψεν΄{1828-1906) παίζονται στο ατμοσφαιρικό θέατρο ΕΚΑΤΗ {ΕΚΑΤΗΣ 11 στη πλατεία κυψέλης στην εξαιρετική μετάφραση του Λέοντα Κουκούλα αξεπέραστη
από το χρόνο ,και σε σκηνοθεσία της βαλεντίνης Λουρμπά,που
έδωσε σαφήνεια στο μύθο και πέτυχε να κρατησει την προσοχή μας ως το τέλος΄ Τόνισε τα πρόσωπα της διανομής πάνω στη κοινωνική τους θέση ,ήταν πολύ στοργική με τα συναισθηματά τους και άφησε να φανεί ένα έργο σπάνιας ρεαλιστικής ομορφιάς
Η ερμηνεία της Χάρις Συμεωνίδου {Ελένη Αλβιγκ } είχε αμεσότητα και θα ήταν καλύτερη στο μεγάλο αυτό ρόλο που επωμίστηκε ,αν πρόσεχε μερικές λεπτομέρειες που την τραβούσαν προς στο ναρκησισμό.Ο Σπύρος Στεμμένος {Πάστωρ Μάντερς απέδωσε πολύ καλά το κληρικό με τις αυστηρές αντιλήψεις για τα ιερατικά του καθήκοντα, καθώς και τη διανοητική του μετριότητα.Η Κατερίνα Παπαγεωργίου {Ρεγγίνα Εγκστραντ}΄έπαιξε με πολύ μοντέρνο τρόπο και με κυνικότητα έδειξε ότι της αξίζει μια καλύτερη ζωή .Ο Διονύσης Μπουρδέκας {Ιάκωβος Εγκστραντ}ανέδειξε το τύπο του χυδαίου υποκριτή την ψευτιά που σκέπαζε με καλωσύνη.Ο Παναγιώτης Κατσίκης {Οσβαλτ Αλβιγκ} είχε εκείνη τη δραματικότητα του παντοτινού αποχαιρετισμού, εξαιρετικά ερμήνευε τη διαδρομη του προς το θάνατο.Η πένθιμη μουσική του Σοπέν ,τα σκηνικά με ην απόλυτη αισθητική, οι φωτισμοί ,δημιουργού ν ΄ μια ενδιαφέρουσα παράσταση
ΑΝΝΑ ΜΠΑΣΤΑ (ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΟΓΟΣ)
Βρυκόλακες - Θεατρική κριτική - Γράφει η Ιωάννα Κολοβού
ΟΙ ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ του Ε. ΙΨΕΝ
Ο λεπτοδείχτης μιας επιτυχημένης παράστασης είναι όταν αισθάνεσαι να σε κατέχει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα που να κυριαρχεί σε όλη την εξέλιξη του έργου και όταν κάθε κίνηση των ηθοποιών ενισχύει αυτό το συναίσθημα. Στους «Βρικόλακες» του Ε. Ίψεν το συναίσθημα αυτό ήταν ένας πολύπλοκος και παράξενα λυτρωτικός φόβος. Ο φόβος αυτός όμως δεν είχε καμία σχέση με τον κλασσικό φόβο που θα περίμενε κανείς να προκαλέσει ο τίτλος. Εδώ πρόκειται για ένα φόβο-βίωμα που δεν οφείλεται σε φαντάσματα αλλά σε πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής μας. Όμως δεν φοβόμαστε για κάτι που μας περιμένει, κάτι που μπορεί να συμβεί, αλλά για κάτι που νιώθουμε πως είναι εκεί, χωρίς να το ξέρουμε, κάτι που ίσως να ήταν πάντα εκεί και δεν θέλαμε να το δούμε. Για παράδειγμα, τι μέλλον μπορεί να έχει ο έρωτας όταν πάψουμε να εθελοτυφλούμε μπρος στην πραγματικότητα του άλλου ή η φιλία όταν δούμε ότι κάποιο όφελος κυνηγάει ο δήθεν φίλος; Αυτό που ονομάζει η ηθοποιός (Χάρις Συμεωνίδου που παίζει την Ελένη Άλβιγκ) «βρικόλακες μέσα μου» είναι σαν τα όνειρα που προσπαθούμε να θυμηθούμε, που ίσως κάτι να μας αποκάλυπταν για τη ζωή μας, αλλά που δεν μπορούμε να τα θυμηθούμε. Ο φόβος, λοιπόν, όχι σαν ψυχασθένεια, όπως η μανιοκατάθλιψη ή και οι διάφορες φοβίες αλλά σαν μια συγκεκριμένη, προβληματική περίσταση της ζωής σου, που για να την αντιμετωπίσεις δεν έχεις τα κατάλληλα όπλα. Είναι σαν να επιθυμείς να πάρεις μια δουλειά που γι’ αυτή δεν έχεις το απαραίτητο δίπλωμα. Φοβισμένα κουνέλια είμαστε γιατί φοβόμαστε μη πάρουμε λάθος αποφάσεις. Αυτός ο φόβος δεν έχει τίποτα το ονειρικό, τίποτα το φαντασματικό. Είναι ένα συγκεκριμένο βάρος της ζωής μας –όπως οι οικογενειακές υποχρεώσεις– και δεν αφήνει χώρο για εφιάλτες.
Αυτή την πραγματικότητα του φόβου αποδίδει με φοβερή κυριολεξία η παράσταση του Θεάτρου Εκάτη, σε σκηνοθεσία της Βαλεντίνης Λουρμπά και με τους εξαίρετους ηθοποιούς Χάρις Συμεωνίδου, Κατερίνα Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσίκη, Διονύση Μπουρδέκα, Σπύρο Στρεμμένο στους δυσκολότατους αυτούς ρόλους. Για μένα, απόδειξη της επιτυχίας και της ερμηνείας και της σκηνοθεσίας είναι ότι βιώνεις έναν αλλιώτικο φόβο. Ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι όλη αυτή η δυστυχισμένη ιστορία σου φαίνεται φυσική! Ναι, φυσική. Και τότε, το τέλος της εισήγησης της Βαλεντίνης Λουρμπά στο πρόγραμμα όπου λέει: «ο Ίψεν δεν δημιουργεί δυστυχίες στα έργα του. Καταγράφει όμως αυτές που υπάρχουν» φωτίζεται τραγικά. Έτσι οι «Βρικόλακες» του Ε. Ίψεν αποκτούν μία ακόμη διάσταση: την πραγματική, αφού ο εφιάλτης έχει πια μπει τόσο στη ζωή μας, έχει γίνει τόσο μέρος της καθημερινότητάς μας, ώστε να μας φαίνεται φυσικό το κακό, φυσική η καταστροφή και απλά ευχόμαστε να μην μας συμβεί εμάς.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΒΡΑΔΥΝΗ
Βρυκόλακες - Θεατρική Κριτική - Γράφει ο Γιώργος Καραντώνης
γράφει ο Γιώργος Καραντώνης
(Οδός Πανός) :
“ΒΡΥΚΟΛΑΚΕΣ”
ΤΟΥ ΕΡΡΙΚΟΥ ΙΨΕΝ
ΘΕΑΤΡΟ ΕΚΑΤΗ
Μετάφραση : Λέων Κουκούλας
Σκηνοθεσία : Βαλεντίνη Λουρμπά
Είναι πάντοτε ευχάριστο και πολλαπλά ωφέλιμο να βλέπουμε και να ξαναβλέπουμε κλασικά έργα του παγκόσμιου θεάτρου, έργα μεγάλων συγγραφέων που ξεπέρασαν το χρόνο , τον τόπο και την γλώσσα συγγραφής τους , επειδή, εκτός από την αδιαμφισβήτητη αξία τους, ασχολήθηκαν με παγκόσμια προβλήματα και πανανθρώπινες καταστάσεις ειδωμένες φυσικά μέσα από την συγκεκριμένη ματιά του κάθε δημιουργού. Και είναι ακόμα πιο εποικοδομητικό να απολαμβάνουμε αυτά τα έργα σκηνοθετημένα και παιγμένα όπως ακριβώς επιβάλλει η δομή τους και η εποχή τους και όχι να υφιστάμεθα τα πάνδεινα παρακολουθώντας αφάνταστα κακόγουστες θεατρικές παραστάσεις, δήθεν μοντέρνες , δήθεν πρωτοποριακές , δήθεν πειραματικές ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για εμετικά κυριολεκτικά κατασκευάσματα , που κατακρεουργούν αδυσώπητα τα παρουσιαζόμενα έργα. ΄Ολοι έχουμε ταλαιπωρηθεί τα τελευταία κυρίως χρόνια από τέτοιες παραστάσεις , αφού τείνει να γίνει κανόνας ανεβάσματος η εναντίωση του σκηνοθέτη στο γράμμα και στο πνεύμα του θεατρικού έργου και η κατά πολλούς και ποικίλους τρόπους παραμόρφωσή του.
Αξίζουν λοιπόν πολλά συγχαρητήρια στην Βαλεντίνη Λουρμπά, διότι όχι μόνο τόλμησε να ξαναφέρει στη σκηνή ένα από τα γνωστότερα και πιο πολυπαιγμένα έργα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Ερρίκου ΄Ιψεν ( 1828-1906 ), τους “Βρυκόλακες” δηλαδή, έργο του 1881, αλλά το σκηνοθέτησε με ένα κλασικό και απόλυτα εναρμονισμένο με αυτό τρόπο, στο συμπαθητικό θέατρο της ΕΚΑΤΗ, λίγο πιο πάνω από την πλατεία Κυψέλης, Υακίνθου και Εκάτης 11 και μας το παρουσιάζει κάθε Σάββατο στις 9μμ και κάθε Κυριακή στις 8μμ. Η μετάφραση είναι του γνωστού λογοτέχνη και θεατρικού κριτικού Λέοντα Κουκούλα ( 1894-1967 ), ο οποίος είχε μεταφράσει και άλλα έργα του ΄Ιψεν. Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι οι “Βρυκόλακες” ήταν το πρώτο έργο του ΄Ιψεν που παίχτηκε στην Ελλάδα, στην Κέρκυρα συγκεκριμένα το 1890, από κάποιο ιταλικό θίασο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη εντύπωση, όπως εξίσου αδιάφορη ήταν και η πρώτη παρουσίαση του δράματος στη Νορβηγία. Αντίθετα επιτυχία σημείωσε η παράσταση στην Αθήνα του ίδιου έργου το 1894, σε μετάφραση του Μιχ. Γιαννουκάκη και με εισήγηση για την ζωή και το έργο του ΄Ιψεν από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Καλοί στο ρόλο τους η Κατερίνα Παπαγεωργίου ως Ρεγγίνα ΄Εγκστραν παρα την σκηνική της λάμψη μας ανατρίχιασε με τον κυνισμό της, ο Διονύσης Μπουρδέκας ως Ιάκωβος ΄Εγκστραν στο ρολο του καταφερτζη κόλακα, η Χάρις Συμεωνίδου ως Ελένη ΄Αλβιγκ στο ρόλο της αξιοπρεπής αστής, ο Σπύρος Στρεμμένος ως πάστωρ Μάντερς πολύ καλός στο ρολο του ατεγκτου ιερωμένου και ο Παναγιώτης Κατσίκης ως ΄Οσβαλντ ΄Αλβιγκ- στο ρολο του αθώου θύματος, ο καλύτερος κατά την προσωπική άποψή μου.
Η σκηνογραφία, η μουσική ( το πένθιμο εμβατήριο του Σοπέν ) και οι φωτισμοί, προσθέτουν στην παρουσίαση του έργου και συντελούν στην ευνοϊκή εικόνα αυτής της θεατρικής παράστασης.
Η φωτογραφία είναι του Χρίστου Ακρίδα
Ηχοληψία Μιλτιάδης Μαγκώνης
Γιώργος Καραντώνης
Οδός Πανός
Βρυκόλακες - Θεατρική κριτική - Γράφει ο Δ. Νταβέας
Γράφει ο Δημήτρης Νταβέας
ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ
του HENRIK IBSEN
από το
Θέατρο Εκάτη
Μετάφρ.: Λέων Κουκούλας. Σκηνοθ.: Βαλεντίνη Λουρμπά.
Ερμηνεύουν (με τη σειρά που εμφανίζονται): Κατερίνα Παπαγεωργίου (Regine Engstrand), Διονύσης Μπουρδέκας (Jacob Engstrand), Χάρις Συμεωνίδου (Helene Alving), Σπύρος Στρεμμένος (Pastor Manders), Παναγιώτης Κατσίκης (Oswald Alving). Φωτογραφία: Χρίστος Ακρίδας. Ηχοληψία: Μιλτιάδης Μαγκώνης
Δεν θα επιχειρήσω μια πολλαπλή σημειολογική προσέγγιση ή ανάλυση των «Βρικολάκων» του Henrik Ibsen. Η άποψη της σκηνοθεσίας δεν είχε επίσης αυτή την πρόθεση. (Και νομίζω ότι τόσο η θεατρική πράξη όσο και η ερμηνεία της δεν είναι ανάγκη να είναι θεατρολογικά ή γενικώς θεωρητικά και ειδικά δεσμευμένη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βοηθά η γνώση και η διαρκής αναζήτηση). Πάντως, άποψη της σκηνοθεσίας μάλλον είναι ότι στο τέλος της καταστροφής η αγάπη είναι η μόνη που μένει. Ως ιδανικό πράγματι μένει. Κα ας μην είναι η αλήθεια. Και ας μην είναι αυτή που βοηθά στην συγκάλυψη και, που μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, είναι η μόνη που βοηθά τη συνέχεια του μύθου:
Ο «ήλιος» της αλήθειας στο τέλος του έργου δείχνει από τα ερείπια να χτίζεται τουλάχιστον η ελπίδα της επιβίωσης: ο κατά βάθος αθώος μαραγκός της παρέας («ένα αιώνιο παιδί» θα τον χαρακτηρίσει η κυρία του σπιτιού) θα πετύχει να φτιάξει την επιχείρησή του, ένα φαινομενικό άσυλο ναυτικών, που στην πραγματικότητα θα «λειτουργήσει» ως πορνείο με δέλεαρ τη θετή του κόρη που θα παραμείνει δέλεαρ όσο θα είναι υγιής, νέα και ελκυστική. Με άλλα λόγια μια οικονομική επιχείρηση φαίνεται να κερδίζει: η ανιδιοτελής αγάπη και οι υψηλές «ηθικές» αρχές είναι παρελθόν. Ό,τι σώζεται είναι η «αμφισβητούμενων» κινήτρων αγάπη ενός ταπεινού μαραγκού που δεν ανήκει ούτε κατά διάνοια σε μιαν «αγία» οικογένεια. Κανείς δεν ξέρει αν υπάρχει μέλλον και ποιος σώζεται πέρα από την «ψυχρή» οικονομία. Ίσως γι αυτό η δημοσίευση και οι σκηνικές παρουσιάσεις των «Βρικολάκων» προκάλεσαν σοκ και σωρεία αρνητικών αντιδράσεων στην εποχή του (από το 1881 και στη συνέχεια).
Μια μικρή επιλογή:
“Revoltingly suggestive and blasphemous ….Characters either contradictory in themselves, uninteresting or abhorrent.” – Daily Chronicle
“Morbid, unhealthy and disgusting story….A piece to bring the stage into disrepute and dishonour with every right-thinking man and woman.” – Lloyd’s
“Ninety-seven percent of the people who go to see Ghosts are nasty-minded people who find the discussion of nasty subjects to their taste, in exact proportion to their nastiness” – Sporting and Dramatic News
“Ugly, nasty, discordant, and downright dull…. A gloomy sort of ghoul, bent on groping for horrors by night, and blinking like a stupid old owl when the warm sunlight of the best of life dances into his wrinkled eyes” – Gentlewoman
Σήμερα το έργο αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί σκανδαλώδες, σοκάρει ακόμα με την ωμή, ρεαλιστική λογική του δείχνοντας προς την ώρα της αποκαλυπτικής αλήθειας μετά από την κάθε νύχτα των όποιων φαντασμάτων. Ας αναρωτηθούμε απλά, ποια είναι τα φαντάσματά μας σήμερα: είναι πλάνες ηθικού χαρακτήρα, είναι οικονομικού ; Είναι τα πέρα από την ψυχρή αλήθεια της επιβίωσης και των ψυχρών αριθμών της επιστήμης; Είναι υπερ – οικογενειακού πλέον χαρακτήρα; Κατά την άποψη της Helene Alving σαφώς είναι, αφού τα φαντάσματα δεν είναι προνόμιο μόνο της οικογένειάς της. Εξάλλου η φιλοσοφία τουλάχιστον είχε μιλήσει ήδη για τέτοια ζητήματα και δεν άργησαν τότε να προκύψουν, παράλληλα ή λίγο αργότερα, και κοινωνικές ή πολιτισμικές έρευνες σχετικά με τα παράδοξα των δοξασιών των πολιτισμών και των κοινωνικών ομάδων από κοινωνιολόγους και κοινωνικούς ανθρωπολόγους της εποχής.
Ο συνήθης τίτλος «Βρικόλακες» του έργου στα ελληνικά θα πρέπει να θεωρηθεί προσωρινός. Διότι δεν αφήνει να φανεί με σαφήνεια το πνεύμα του Ίψεν στο έργο, διότι Gengangere, ο τίτλος στα νορβηγικά, σημαίνει απλά: φαντάσματα. (Έχουν γίνει πάντως ήδη παραστάσεις με μετάφραση του τίτλου ως Φαντάσματα). Η Helene Alving στο έργο θεωρεί ως φάντασμα κάθε μέλος της κοινωνίας που σέρνει μέσα του … φαντάσματα, ψευδαισθήσεις ή ψέματα, παλιές, νεκρές αντιλήψεις, απόψεις ή νεκρή πίστη: «Νομίζω ότι σχεδόν όλοι μας είμαστε φαντάσματα […] Ανάμεσα στις αράδες των εφημερίδων θαρρώ πως βλέπω φαντάσματα. Σε όλη τη χώρα θα πρέπει να ζουν φαντάσματα. […] Και είμαστε τόσο αξιοθρήνητα δειλοί (στις σχέσεις μεταξύ μας) ως προς την αλήθεια όσο και τα φαντάσματα ως προς το φως.»
Η παράσταση θέλησε να είναι η υπέρβαση του έργου και, έτσι όπως ή ίδια η ψυχολογία των προσώπων, προβάλλει ως τη μόνη δυνατή σωτηρία την αγάπη (σε διαφορετικές μορφές της) και λιγότερο τη διάψευση ή την αλήθεια ως σωτηρία. Διότι σαφώς γνωρίζουν και τις συνέπειες της αποκάλυψης της αλήθειας, όσο αυτή δεν αφορά μόνο τον εαυτό τους. Είναι ανθρώπινο. Και δεν υπάρχει εύκολη συνταγή για την σκηνική παρουσίαση αυτών των «Φαντασμάτων». Πάντως σ’ ένα δύσκολο, σχετικά, σκηνικό χώρο και με ένα απροσδιόριστο νοηματικά κείμενο η παράσταση κερδίζει το θεατή της, επειδή η τέχνη έχει μαγικές διόδους για να προστατέψει τη ζωή και να προστατευθεί από την αλήθεια και το ψέμα. Ο σκηνικός χώρος γίνεται φιλικά ζωντανός όσο κινούνται οι ηθοποιοί και υποδύονται. Και υποδύονται με επιμέλεια και πάθος και μεταμορφώνουν σε ελπίδα ζωής το χώρο και μεταμορφώνονται και οι ίδιοι πραγματικά σε ζωντανά μηνύματα προς τους θεατές και μεταδίδουν τη συγκίνηση που ο καθένας εκπέμπει με τον τρόπο του μέσα στη δεδομένη συνθήκη του έργου. Έτσι τα «συντρίμμια» του έργου γίνονται τα υλικά με τα οποία χτίζεται τουλάχιστον το γεγονός της επικοινωνίας για να προκύψει και η αμοιβαία κοινοποίηση της καθημερινής αγωνίας των ημερών μας. Σε πολλαπλά επίπεδα.
Από «κριτική» άποψη, τώρα, νομίζω ότι δεν έχει πολύ νόημα να αναφερθώ στις ατομικές αρετές ή στα προτερήματα ή στις αδυναμίες των ηθοποιών. Αυτό θα είχε νόημα εάν γινόταν στη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης, πριν την πρεμιέρα. Θα μπορούσε βέβαια στη συγκεκριμένη παράσταση να υπάρχει καλύτερος εκφραστικός συντονισμός στις λεπτομέρειες. Καλύτερη και πιο άμεση επικοινωνία ακόμα και στην απόδοση της αρνητικού τύπου επικοινωνίας και της εσωτερικής «ανομίας» του συναισθηματικού κόσμου ανά μονάδα και στο σύνολο.
Ούτε πλοκές ούτε περιπλοκές είναι το σημαντικό στα «Φαντάσματα» του Ίψεν. Και αυτό ίσως είναι και το εφιαλτικό του εύρημα: ένα θραύσμα καθημερινότητας περιγράφει επικά, θα έλεγα, ο Ίψεν, σα να ήταν ρεπορτάζ για τις πλάνες και τις αδυναμίες των ανθρώπων στις στήλες των εφημερίδων ( αλλά χωρίς τα συνηθισμένα τους «φαντάσματα»). Ούτε λύση, ούτε κάθαρση. Και οι όποιες «αναγνωρίσεις» γίνονται μεταξύ των προσώπων, δεν ανατρέπουν το κακό. Απλά πολλαπλασιάζουν τις πλάνες και τις αυταπάτες. Διότι τα φαντάσματα, εν μέρει τουλάχιστον, επιβιώνουν και προσαρμόζονται. Και τα σχετικά ερωτήματα παραμένουν επικά, μα τρομακτικά πολλαπλασιασμένα, και επίκαιρα.
Η ιδιαιτερότητα του προβληματισμού των «Φαντασμάτων» (ή «Βρικολάκων») του Ibsen, έγκειται και στο συνδυασμό μιας παράλληλης, αν και όχι οπωσδήποτε αλληλοεξαρτώμενης, μεταδοτικότητας: αυτής των κοινωνικών ψευδών και εκείνης των (μεταδοτικών) νόσων. Χωρίς την τελευταία, και ας μη σας σοκάρει αυτό, το δραματικό του υλικό θα μπορούσε να αποτελέσει και αντικείμενο κωμωδίας, χωρίς αυτό βέβαια να υποβιβάζει ποιοτικά την προσέγγιση της σοβαρότητας των θεμάτων.
Και κλείνω με ένα σπάραγμα στίχων φίλου ποιητή:
Ω σχιζοφρένεια του καιρού μου
είμαι ο Ορέστης σου, δεν με θυμάσαι;
Δημήτρης Νταβέας,
μηνιαίο περιοδικό ΠΟΛΙΤΕΣ
Βρυκόλακες -Θεατρική Κριτική - Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας
Φαίνεται ότι τα “καλοφτιαγμένα” έργα (για να θυμηθούμε τον Σκριμπ) δεν γερνούν, κι αντέχουν σε όλες τις ερμηνείες και τις προσεγγίσεις. Είτε τα δεις κυριολεκτικά και σε πρώτο επίπεδο, είτε καταδυθείς στα σκοτεινά βάθη του συλλογικού ασυνείδητου και ανασύρεις ψυχικούς θησαυρούς μέσα από μια υποκειμενική – καθ’ όλα – προσέγγιση, αυτά τα δραματικά κείμενα αντέχουν και λάμπουν σα να έχουν μόλις βγει από το εργαστήρι του θεατρικού συγγραφέα.
Φέτος είδα τρεις Ίψεν: 1. την “Έντα Γκάμπλερ” στο “Αμφι-θέατρο” σε σκηνοθεσία του ακαδημαϊκού και καθηγητή θεατρολογίας Σπύρου Α. Ευαγγελάτου, σε μια προσεγμένη, λιτή και άκρως “μουσική” ερμηνεία, πολύ κοντά στο γράμμα του έργου και στο πνεύμα του συγγραφέα, 2. Τους “Βρικόλακες” από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βόλου σε μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή τους, με πολύ γρήγορους (σχεδόν “ροκ”) ρυθμούς, και την εκπληκτική, “νευρική” θα έλεγα, ερμηνεία της Μίνας Χειμώνα στον ρόλο της Κυρίας ΆΛΒΙΓΚ, και 3. Τους “Βρικόλακες” στο θέατρο “Εκάτη” της Κυψέλης, σε μια μάλλον κυριολεκτική προσέγγιση του κειμένου από τη σκηνοθέτιδα Βαλεντίνη Λουρμπά και με εξαίρετους ηθοποιούς σε καλά πλασμένους, και “δουλεμένους” εσωτερικά ρόλους. Θα ξεχωρίσω την ιδιαίτερα λιτή, όσον αφορά στη χρήση των εκφραστικών της μέσων, Χάρι Συμεωνίδου στο δύσκολο ρόλο της μάννας και μητέρας που καλείται να χαρίσει στον άρρωστο γιο της το θάνατο. Θα επισημάνω επίσης την άρτια ερμηνεία τού – άγουρου ακόμα – ηθοποιού Παναγιώτη Κατσίκη, στο ρόλο του άρρωστου Όσβαλντ, που κουβαλάει στο DNA του την γονιδιακή “κατάρα”. Επαγγελματικώς άψογοι στις ερμηνείες τους οι άλλοι τρεις ηθοποιοί: ο Σπύρος Στρεμμένος στο ρόλο του μπερδεμένου και αθώου πάστορα, που όλοι τον κάνουν ό,τι θέλουν, του Διονύση Μπουρδέκα στο ρόλο του καταφερτζή, αλκοολικού και σακάτη ξυλουργού, και της Κατερίνας Παπαγεωργίου στο ρόλο της προσγειωμένης “κόρης” του. Μια παράσταση που αξίζει κανείς να δει σε ένα υπόγειο θεατράκι, με τον αέρα και την θεατρική αγνότητα μιας άλλης εποχ