Γράφει ο Δημήτρης Νταβέας
ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ
του HENRIK IBSEN
από το
Θέατρο Εκάτη
Μετάφρ.: Λέων Κουκούλας. Σκηνοθ.: Βαλεντίνη Λουρμπά.
Ερμηνεύουν (με τη σειρά που εμφανίζονται): Κατερίνα Παπαγεωργίου (Regine Engstrand), Διονύσης Μπουρδέκας (Jacob Engstrand), Χάρις Συμεωνίδου (Helene Alving), Σπύρος Στρεμμένος (Pastor Manders), Παναγιώτης Κατσίκης (Oswald Alving). Φωτογραφία: Χρίστος Ακρίδας. Ηχοληψία: Μιλτιάδης Μαγκώνης
Δεν θα επιχειρήσω μια πολλαπλή σημειολογική προσέγγιση ή ανάλυση των «Βρικολάκων» του Henrik Ibsen. Η άποψη της σκηνοθεσίας δεν είχε επίσης αυτή την πρόθεση. (Και νομίζω ότι τόσο η θεατρική πράξη όσο και η ερμηνεία της δεν είναι ανάγκη να είναι θεατρολογικά ή γενικώς θεωρητικά και ειδικά δεσμευμένη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βοηθά η γνώση και η διαρκής αναζήτηση). Πάντως, άποψη της σκηνοθεσίας μάλλον είναι ότι στο τέλος της καταστροφής η αγάπη είναι η μόνη που μένει. Ως ιδανικό πράγματι μένει. Κα ας μην είναι η αλήθεια. Και ας μην είναι αυτή που βοηθά στην συγκάλυψη και, που μετά την αποκάλυψη της αλήθειας, είναι η μόνη που βοηθά τη συνέχεια του μύθου:
Ο «ήλιος» της αλήθειας στο τέλος του έργου δείχνει από τα ερείπια να χτίζεται τουλάχιστον η ελπίδα της επιβίωσης: ο κατά βάθος αθώος μαραγκός της παρέας («ένα αιώνιο παιδί» θα τον χαρακτηρίσει η κυρία του σπιτιού) θα πετύχει να φτιάξει την επιχείρησή του, ένα φαινομενικό άσυλο ναυτικών, που στην πραγματικότητα θα «λειτουργήσει» ως πορνείο με δέλεαρ τη θετή του κόρη που θα παραμείνει δέλεαρ όσο θα είναι υγιής, νέα και ελκυστική. Με άλλα λόγια μια οικονομική επιχείρηση φαίνεται να κερδίζει: η ανιδιοτελής αγάπη και οι υψηλές «ηθικές» αρχές είναι παρελθόν. Ό,τι σώζεται είναι η «αμφισβητούμενων» κινήτρων αγάπη ενός ταπεινού μαραγκού που δεν ανήκει ούτε κατά διάνοια σε μιαν «αγία» οικογένεια. Κανείς δεν ξέρει αν υπάρχει μέλλον και ποιος σώζεται πέρα από την «ψυχρή» οικονομία. Ίσως γι αυτό η δημοσίευση και οι σκηνικές παρουσιάσεις των «Βρικολάκων» προκάλεσαν σοκ και σωρεία αρνητικών αντιδράσεων στην εποχή του (από το 1881 και στη συνέχεια).
Μια μικρή επιλογή:
“Revoltingly suggestive and blasphemous ….Characters either contradictory in themselves, uninteresting or abhorrent.” – Daily Chronicle
“Morbid, unhealthy and disgusting story….A piece to bring the stage into disrepute and dishonour with every right-thinking man and woman.” – Lloyd’s
“Ninety-seven percent of the people who go to see Ghosts are nasty-minded people who find the discussion of nasty subjects to their taste, in exact proportion to their nastiness” – Sporting and Dramatic News
“Ugly, nasty, discordant, and downright dull…. A gloomy sort of ghoul, bent on groping for horrors by night, and blinking like a stupid old owl when the warm sunlight of the best of life dances into his wrinkled eyes” – Gentlewoman
Σήμερα το έργο αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί σκανδαλώδες, σοκάρει ακόμα με την ωμή, ρεαλιστική λογική του δείχνοντας προς την ώρα της αποκαλυπτικής αλήθειας μετά από την κάθε νύχτα των όποιων φαντασμάτων. Ας αναρωτηθούμε απλά, ποια είναι τα φαντάσματά μας σήμερα: είναι πλάνες ηθικού χαρακτήρα, είναι οικονομικού ; Είναι τα πέρα από την ψυχρή αλήθεια της επιβίωσης και των ψυχρών αριθμών της επιστήμης; Είναι υπερ – οικογενειακού πλέον χαρακτήρα; Κατά την άποψη της Helene Alving σαφώς είναι, αφού τα φαντάσματα δεν είναι προνόμιο μόνο της οικογένειάς της. Εξάλλου η φιλοσοφία τουλάχιστον είχε μιλήσει ήδη για τέτοια ζητήματα και δεν άργησαν τότε να προκύψουν, παράλληλα ή λίγο αργότερα, και κοινωνικές ή πολιτισμικές έρευνες σχετικά με τα παράδοξα των δοξασιών των πολιτισμών και των κοινωνικών ομάδων από κοινωνιολόγους και κοινωνικούς ανθρωπολόγους της εποχής.
Ο συνήθης τίτλος «Βρικόλακες» του έργου στα ελληνικά θα πρέπει να θεωρηθεί προσωρινός. Διότι δεν αφήνει να φανεί με σαφήνεια το πνεύμα του Ίψεν στο έργο, διότι Gengangere, ο τίτλος στα νορβηγικά, σημαίνει απλά: φαντάσματα. (Έχουν γίνει πάντως ήδη παραστάσεις με μετάφραση του τίτλου ως Φαντάσματα). Η Helene Alving στο έργο θεωρεί ως φάντασμα κάθε μέλος της κοινωνίας που σέρνει μέσα του … φαντάσματα, ψευδαισθήσεις ή ψέματα, παλιές, νεκρές αντιλήψεις, απόψεις ή νεκρή πίστη: «Νομίζω ότι σχεδόν όλοι μας είμαστε φαντάσματα […] Ανάμεσα στις αράδες των εφημερίδων θαρρώ πως βλέπω φαντάσματα. Σε όλη τη χώρα θα πρέπει να ζουν φαντάσματα. […] Και είμαστε τόσο αξιοθρήνητα δειλοί (στις σχέσεις μεταξύ μας) ως προς την αλήθεια όσο και τα φαντάσματα ως προς το φως.»
Η παράσταση θέλησε να είναι η υπέρβαση του έργου και, έτσι όπως ή ίδια η ψυχολογία των προσώπων, προβάλλει ως τη μόνη δυνατή σωτηρία την αγάπη (σε διαφορετικές μορφές της) και λιγότερο τη διάψευση ή την αλήθεια ως σωτηρία. Διότι σαφώς γνωρίζουν και τις συνέπειες της αποκάλυψης της αλήθειας, όσο αυτή δεν αφορά μόνο τον εαυτό τους. Είναι ανθρώπινο. Και δεν υπάρχει εύκολη συνταγή για την σκηνική παρουσίαση αυτών των «Φαντασμάτων». Πάντως σ’ ένα δύσκολο, σχετικά, σκηνικό χώρο και με ένα απροσδιόριστο νοηματικά κείμενο η παράσταση κερδίζει το θεατή της, επειδή η τέχνη έχει μαγικές διόδους για να προστατέψει τη ζωή και να προστατευθεί από την αλήθεια και το ψέμα. Ο σκηνικός χώρος γίνεται φιλικά ζωντανός όσο κινούνται οι ηθοποιοί και υποδύονται. Και υποδύονται με επιμέλεια και πάθος και μεταμορφώνουν σε ελπίδα ζωής το χώρο και μεταμορφώνονται και οι ίδιοι πραγματικά σε ζωντανά μηνύματα προς τους θεατές και μεταδίδουν τη συγκίνηση που ο καθένας εκπέμπει με τον τρόπο του μέσα στη δεδομένη συνθήκη του έργου. Έτσι τα «συντρίμμια» του έργου γίνονται τα υλικά με τα οποία χτίζεται τουλάχιστον το γεγονός της επικοινωνίας για να προκύψει και η αμοιβαία κοινοποίηση της καθημερινής αγωνίας των ημερών μας. Σε πολλαπλά επίπεδα.
Από «κριτική» άποψη, τώρα, νομίζω ότι δεν έχει πολύ νόημα να αναφερθώ στις ατομικές αρετές ή στα προτερήματα ή στις αδυναμίες των ηθοποιών. Αυτό θα είχε νόημα εάν γινόταν στη διάρκεια της προετοιμασίας της παράστασης, πριν την πρεμιέρα. Θα μπορούσε βέβαια στη συγκεκριμένη παράσταση να υπάρχει καλύτερος εκφραστικός συντονισμός στις λεπτομέρειες. Καλύτερη και πιο άμεση επικοινωνία ακόμα και στην απόδοση της αρνητικού τύπου επικοινωνίας και της εσωτερικής «ανομίας» του συναισθηματικού κόσμου ανά μονάδα και στο σύνολο.
Ούτε πλοκές ούτε περιπλοκές είναι το σημαντικό στα «Φαντάσματα» του Ίψεν. Και αυτό ίσως είναι και το εφιαλτικό του εύρημα: ένα θραύσμα καθημερινότητας περιγράφει επικά, θα έλεγα, ο Ίψεν, σα να ήταν ρεπορτάζ για τις πλάνες και τις αδυναμίες των ανθρώπων στις στήλες των εφημερίδων ( αλλά χωρίς τα συνηθισμένα τους «φαντάσματα»). Ούτε λύση, ούτε κάθαρση. Και οι όποιες «αναγνωρίσεις» γίνονται μεταξύ των προσώπων, δεν ανατρέπουν το κακό. Απλά πολλαπλασιάζουν τις πλάνες και τις αυταπάτες. Διότι τα φαντάσματα, εν μέρει τουλάχιστον, επιβιώνουν και προσαρμόζονται. Και τα σχετικά ερωτήματα παραμένουν επικά, μα τρομακτικά πολλαπλασιασμένα, και επίκαιρα.
Η ιδιαιτερότητα του προβληματισμού των «Φαντασμάτων» (ή «Βρικολάκων») του Ibsen, έγκειται και στο συνδυασμό μιας παράλληλης, αν και όχι οπωσδήποτε αλληλοεξαρτώμενης, μεταδοτικότητας: αυτής των κοινωνικών ψευδών και εκείνης των (μεταδοτικών) νόσων. Χωρίς την τελευταία, και ας μη σας σοκάρει αυτό, το δραματικό του υλικό θα μπορούσε να αποτελέσει και αντικείμενο κωμωδίας, χωρίς αυτό βέβαια να υποβιβάζει ποιοτικά την προσέγγιση της σοβαρότητας των θεμάτων.
Και κλείνω με ένα σπάραγμα στίχων φίλου ποιητή:
Ω σχιζοφρένεια του καιρού μου
είμαι ο Ορέστης σου, δεν με θυμάσαι;
Δημήτρης Νταβέας,
μηνιαίο περιοδικό ΠΟΛΙΤΕΣ